Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας

category-place-icon

Η Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας είναι η πρώτη στην ιεραρχία των αγιορείτικων μονών, αλλά και το μεγαλύτερο σε έκταση μοναστικό καθίδρυμα. Ιδρύθηκε στα 963 από τον όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη και αποτέλεσε το πρώτο μεγάλο κοινόβιο στον βυζαντινό Άθω, πρότυπο για τα άλλα μοναστήρια. Το μεγαλόπνοο οικοδομικό πρόγραμμα της μονής άρχισε να χρηματοδοτείται από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Β’ Φωκά (963–969) και ακολούθως από τον Ιωάννη Α’ Τσιμισκή (969–976). Από τον 11ο ώς και τον 15ο αιώνα η φήμη της μονής εξαπλωνόταν, ενώ πλήθαινε ο αριθμός των μοναχών και αυξάνονταν έσοδά της από αυτοκράτορες και ανώτατους κρατικούς και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους. Κατά τον 14ο αιώνα η Μεγίστη Λαύρα κατέστη πνευματικός πυρήνας που συγκέντρωσε εμβληματικές εκκλησιαστικές προσωπικότητες. Μετά την οθωμανική κατάκτηση (1430) και τις διάφορες πειρατικές επιδρομές ξεκίνησε μια περίοδος παρακμής με τη σχεδόν πλήρη αποδυνάμωση της μονής. Η Μεγίστη Λαύρα γνώρισε εκ νέου γενική οικονομική, καλλιτεχνική και πνευματική προκοπή στα μέσα 18ο αιώνα. Μάλιστα, εδώ λειτούργησε το 1759 το αρχαιότερο τυπογραφείο στον σημερινό ελλαδικό χώρο. Ανάμεσα στα πολλά εξαρτήματα της Μεγίστης Λαύρας, ξεχωρίζουν η Σκήτη της Αγίας Άννας στη νοτιοδυτική πλευρά του Άθωνα, η Σκήτη των Καυσοκαλυβίων στους νοτιοανατολικούς πρόποδες και η Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου που λειτουργεί ως κοινόβιο Ρουμάνων μοναχών.

Η Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας είναι η πρώτη στην ιεραρχία των αγιορείτικων μονών, αλλά και το μεγαλύτερο σε έκταση μοναστικό καθίδρυμα. Ιδρύθηκε στα 963 από τον όσιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη και αποτέλεσε το πρώτο μεγάλο κοινόβιο στον βυζαντινό Άθω, πρότυπο για τα άλλα μοναστήρια. Μολονότι το καθολικό της μονής είναι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, η μονή πανηγυρίζει την ημέρα της κοίμησης του οσίου, στις 5 Ιουλίου.

Το μεγαλόπνοο οικοδομικό πρόγραμμα της μονής άρχισε να χρηματοδοτείται από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Β’ Φωκά (963–969) και ακολούθως από τον Ιωάννη Α’ Τσιμισκή (969–976). Από τον 11ο ως και τον 15ο αιώνα η φήμη της μονής εξαπλωνόταν, ενώ πλήθαινε ο αριθμός των μοναχών και αυξάνονταν τα έσοδά της από αυτοκράτορες και ανώτατους κρατικούς και εκκλησιαστικούς αξιωματούχους. Κατά τον 14ο αιώνα η Μεγίστη Λαύρα κατέστη πνευματικός πυρήνας που συγκέντρωσε εμβληματικές εκκλησιαστικές προσωπικότητες, όπως ο Φιλόθεος Κόκκινος, μετέπειτα οικουμενικός πατριάρχης, και ο Γρηγόριος Παλαμάς, μετέπειτα μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ησυχαστική έριδα ως υπέρμαχος του Ησυχασμού.

Μετά την οθωμανική κατάκτηση (1430) και τις διάφορες πειρατικές επιδρομές ξεκίνησε μια περίοδος παρακμής με τη σχεδόν πλήρη αποδυνάμωση της μονής. Στην ανάκαμψή της συνέβαλε η οικονομική βοήθεια που πρόσφεραν αρχικά οι Σέρβοι κράληδες και στη συνέχεια οι Μολδαβοί ηγεμόνες και υψηλόβαθμοι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι. Παρά τις δυσχέρειες που αντιμετώπισε κατά διαστήματα, λόγω της υπερφορολόγησης που επέβαλλε το οθωμανικό κράτος, η Μεγίστη Λαύρα γνώρισε εκ νέου γενική οικονομική, καλλιτεχνική και πνευματική προκοπή στα μέσα 18ο αιώνα. Μάλιστα, εδώ λειτούργησε το 1759 το αρχαιότερο τυπογραφείο στον σημερινό ελλαδικό χώρο. Ο ανεπιτυχής ξεσηκωμός του 1821 προκάλεσε πλήγμα στην πορεία της. Το 1963 γιορτάστηκαν τα 1.000 χρόνια από την ίδρυση της μονής και την καθιέρωση του αθωνικού κοινοβιακού μοναχισμού.

Το συγκρότημα έχει την εικόνα ενός τετράπλευρου οχυρωμένου κάστρου με συνεχόμενους πύργους, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ο λεγόμενος πύργος του Τσιμισκή, μια ισχυρή κατασκευή πιθανώς του 11ου αιώνα με επισκευές των μεταβυζαντινών χρόνων.

Στο κέντρο της μονής δεσπόζει το καθολικό, το αρχαιότερο του Αγίου Όρους. Θεμελιώθηκε από τον όσιο Αθανάσιο το 963 εισάγοντας στην αθωνική πολιτεία έναν νέο αρχιτεκτονικό τύπο. Πρόκειται για έναν σύνθετο σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό στην παραλλαγή του λεγόμενου αθωνικού τύπου με δύο πλάγιους χορούς, δύο κόγχες δηλαδή στον βόρειο και τον νότιο τοίχο, που προορίζονται για τους χορούς των ψαλτών. Ο κυρίως ναός κοσμήθηκε το 1535 με τις εξαιρετικές τοιχογραφίες του Θεοφάνη Στρελίτζα Μπαθά από την Κρήτη, οι οποίες συντηρήθηκαν από την Εφορεία μας (1994-2006). Εκατέρωθεν της λιτής βρίσκονται προσκολλημένα το παρεκκλήσιο των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων στα βόρεια με τον τάφο του οσίου και αυτό του Αγίου Νικολάου στα νότια με τις τοιχογραφίες του Θηβαίου ζωγράφου Φράγκου Κατελάνου (1560). Στον  όροφο της λιτής άλλοτε υπήρχε παρεκκλήσιο και ιδιαίτεροι χώροι του οσίου Αθανασίου. Μεταξύ των σημαντικότερων έργων του ναού είναι ο διάλιθος σταυρός λιτανείας του Νικηφόρου Φωκά στην Αγία Τράπεζα (10ος αι.), το μαρμαροθετημένο δάπεδο και τα μεταλλικά θυρόφυλλα της κεντρικής πύλης του ναού (11ος αι.), οι δεσποτικές εικόνες του Χριστού και της Παναγίας, έργα του Θεοφάνη, που κοσμούν το νεότερο μαρμάρινο τέμπλο του 1887, έργο του Ιωάννη Χαλεπά. Ανάμεσα στα πολλά τίμια λείψανα που φυλάσσονται στο καθολικό ξεχωρίζουν το τεμάχιο Τίμιου Ξύλου σε πολυτελή σταυροθήκη-λειψανοθήκη και οι κάρες του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Αλεξάνδρου Πύδνης, δώρα του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, καθώς και οι κάρες των αγίων Μιχαήλ των Συνάδων και Ευστρατίου, αλλά και ο βραχίονας του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου που αποτελούν δώρα του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’.

Η τράπεζα της μονής, χορηγία του μητροπολίτη Σερρών Γενναδίου κατά τον 16ο αιώνα, χωροθετείται αντίκρυ από το καθολικό. Το σταυρικό σε κάτοψη κτήριο διαθέτει εντυπωσιακό τοιχογραφικό διάκοσμο που αποδίδεται στον Κρητικό Θεοφάνη και χρονολογείται μεταξύ 1535-1545. Η συντήρηση των τοιχογραφιών της υλοποιήθηκε σταδιακά από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους στο πλαίσιο του ΕΠΣΑ 2007-2013 και ΕΣΠΑ 2014-2020.

Μεταξύ της τράπεζας και του καθολικού βρίσκεται η φιάλη της μονής, ένα θολωτό κιονοστήρικτο κτίσμα του 17ου αιώνα με εξαίρετης τέχνης μαρμάρινα θωράκια του 10ου κυρίως αιώνα και τοιχογραφίες του 1634/5. Στεγάζει την αρχική τεράστια μαρμάρινη λεκάνη του 1060 με το ορειχάλκινο «στροβίλιον» στο κέντρο της. Βόρεια της φιάλης υπάρχει αιωνόβιο κυπαρίσσι που κατά την παράδοση της μονής φύτεψε ο ίδιος ο όσιος Αθανάσιος, ενώ στα νότια είναι χτισμένοι οι τάφοι των πατριαρχών Ανθίμου Β’ (1628), Διονυσίου Γ’ Βαρδαλή (1696) και Ιερεμία Γ’ (1735).

Οι πτέρυγες της μονής στεγάζουν το αρχονταρίκι, το δοχιό, το βαγεναριό, το ηγουμενείο, το συνοδικό, τα κελιά των μοναχών, ενώ κάποια ανεξάρτητα κτήρια εντός της αυλής εξυπηρετούν το μαγκιπείο (αρτοποιείο), το μαγειρείο. Ιδιαίτερη σημασία κατέχει το κτηριακό συγκρότημα του παλαιού ηγουμενείου στα βόρεια του καθολικού που αποτελεί τον αρχικό χώρο εγκατάστασης του οσίου Αθανασίου με οικοδομικές φάσεις από τον 10ο έως τον 16ο-17ο αιώνα. Τμήμα του αποτελεί το παρεκκλήσιο του οσίου Αθανασίου ή της κουράς, όπου μέχρι και σήμερα κείρονται οι νέοι μοναχοί της μονής.

Στον περίβολο υψώνεται το παρεκκλήσιο της Παναγίας Κουκουζέλισσας με την ομώνυμη θαυματουργή εικόνα και σπουδαίες τοιχογραφίες του 18ου αιώνα, αλλά και το παρεκκλήσιο του Αγίου Μιχαήλ των Συνάδων, ενώ στις πτέρυγές της είναι ενταγμένα δεκαεπτά παρεκκλήσια.

Πίσω ακριβώς από το καθολικό βρίσκεται το σκευοφυλάκιο και η βιβλιοθήκη της μονής που πρόσφατα διευρύνθηκε (2015). Από τους 2.800 χειρόγραφους κώδικες της βιβλιοθήκης οι 500 είναι γραμμένοι σε περγαμηνή. Σημαντικότατα εικονογραφημένα χειρόγραφα είναι η Βοτανική του Διοσκουρίδη (10ος αι.), οι Λόγοι του Γρηγορίου Θεολόγου (11ος αι.), η Ερμηνεία στον Ιώβ (13ος αι.). Η συλλογή εντύπων βιβλίων περιλαμβάνει γύρω στους 20.000 τόμους που έχουν τυπωθεί πριν τον 18ο αιώνα και γύρω στις 70.000 στον 19ο και 20ο αιώνα. Το πλούσιο αρχείο της μονής περιλαμβάνει 200 βυζαντινά έγγραφα, μεταξύ των οποίων πολλά αυτοκρατορικά χρυσόβουλα. Στο σκευοφυλάκιο φυλάσσονται τα σημαντικότερα από τα κειμήλια της μονής, έργα μοναδικά από όλο το φάσμα των εικαστικών τεχνών: το λεγόμενο Ευαγγέλιο του Νικηφόρου Φωκά με μικρογραφίες και πολυτελή διάλιθη στάχωση (10ος αι.), η ψηφιδωτή εικόνα του Ιωάννη Θεολόγου (τέλη 13ου αι.), το επίχρυσο δισκάριο του Θωμά Πρελιούμποβιτς (14ος αι.), άμφια, εγκόλπια, ράβδοι, εκκλησιαστικά σκεύη. Η συλλογή φορητών εικόνων  της μονής θησαυρίζει περίφημα έργα από τις αρχές του 12ου αιώνα και εξής.

Ανάμεσα στα πολλά εξαρτήματα της Μεγίστης Λαύρας, ξεχωρίζουν η Σκήτη της Αγίας Άννας στη νοτιοδυτική πλευρά του Άθωνα, η Σκήτη των Καυσοκαλυβίων στους νοτιοανατολικούς πρόποδες και η Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου που λειτουργεί ως κοινόβιο Ρουμάνων μοναχών. Από τα μικρότερα εξαρτήματα τα σημαντικότερα είναι η Κερασιά, τα Κατουνάκια, τα Καρούλια, η Προβάτα, το κάθισμα του Μυλοποτάμου κ.ά.

Νικόλαος Σιώμκος, Βαγγέλης Μαλαδάκης

 

Βιβλιογραφία

Lemerle, P., Guillou, A., Svoronos, N., Papachryssanthou, D. (éd.), Actes de Lavra, τ. I-IV (Archives de l’Athos V, VIII, X, XI), Paris 1970-1982.

Βογιατζής, Σ., Το καθολικό της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος. Ιστορία και αρχιτεκτονική, Αθήνα 2019.

Θεοχαρίδης, Π., Μαμαλούκος, Σ., «Παρατηρήσεις στην οικοδομική ιστορία και την αρχιτεκτονική του κτηριακού συγκροτήματος της τράπεζας της Μεγίστης Λαύρας», Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 32 (2011), σ. 33-50.

Νικοδήμου Λαυριώτου, Μεγίστη Λαύρα. Εικονογραφημένος οδηγός. Προσκυνητάριον, Άγιον Όρος 2004 (ανατύπωση).

Filters
η υπηρεσία
  • en