Ιερά Μονή Χιλανδαρίου

category-place-icon

Η Μονή Χιλανδαρίου βρίσκεται στο βορειοανατολική πλευρά του Αγίου Όρους, είναι από τις μεγαλύτερες σε έκταση και πλουσιότερες σε κειμήλια μονές του Αγίου Όρους και αποτελεί το κύριο πνευματικό κέντρο των Σέρβων από το 12ο αι. μέχρι σήμερα.

Το όνομα της Μονής προήλθε, κατά κάποιους ερευνητές, από τον αγιορείτη μοναχό Γεώργιο Χιλανδάριο, κατ’ άλλους από την ετυμολογία της λέξης του βυζαντινού πλοίου «χελάνδιο».

Η ιστορία της Μονής Χελανδαρίου αρχίζει το 10ο αι., αλλά μετά την ερήμωσή της παραχωρήθηκε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ’ Άγγελο, το 1198 στους Σέρβους ηγεμόνες Στέφανο Νεμάνια και το γιο του Ράστκο, οι οποίοι έγιναν μοναχοί (Συμεών και Σάββας αντίστοιχα) και προέβησαν στην ανοικοδόμηση νέων κτηρίων. Τόσο κατά το 14ο αι. όσο και τους επόμενους, η μονή γνώρισε μεγάλη ακμή και συγκέντρωσε πλούτο και κειμήλια από αυτοκρατορικές και ιδιωτικές δωρεές.

Η Μονή Χιλανδαρίου βρίσκεται στο βορειοανατολική πλευρά του Αγίου Όρους, είναι από τις μεγαλύτερες σε έκταση και πλουσιότερες σε κειμήλια μονές του Αγίου Όρους και αποτελεί το κύριο πνευματικό κέντρο των Σέρβων από το 12ο αι. μέχρι σήμερα. Κατατάσσεται τέταρτη στην ιεραρχική τάξη των Αγιορειτικών μονών.

Το όνομα της Μονής προήλθε, κατά κάποιους ερευνητές, από τον αγιορείτη μοναχό Γεώργιο Χιλανδάριο, κατ’ άλλους από την ετυμολογία της λέξης του βυζαντινού πλοίου «χελάνδιο».

Ο καθολικός ναός της τιμάται στη μνήμη των Εισοδίων της Θεοτόκου και η τοιχογράφησή του συνδέεται με τη Μακεδονική σχολή και τους ζωγράφους Ευτύχιο και Μιχαήλ.

Στην ανατολική γωνία του περιβόλου της Μονής βρίσκεται το παρεκκλήσι των Αρχαγγέλλων, ενώ στις πτέρυγές της  υπάρχουν άλλα ένδεκα παρεκκλήσια. Τα εννέα από αυτά είναι αγιογραφημένα, με τοιχογραφίες του 13ου μέχρι και του 18ου αιώνα. Η μονή Χιλανδαρίου έχει εξαρτήματά της είκοσι έξι κελιά, από τα οποία δύο κοντά στο μοναστήρι και τα υπόλοιπα στις Καρυές. Κοντά στη μονή βρίσκεται το κελί της Αγίας Τριάδος. Εξάρτημά της είναι και το ιστορικό Κάθισμα του Αγίου Βασιλείου πρώην μονύδριο.

Η ιστορία της Μονής Χελανδαρίου αρχίζει το 10ο αι., αλλά μετά την ερήμωσή της παραχωρήθηκε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ’ Άγγελο, το 1198 στους Σέρβους ηγεμόνες Στέφανο Νεμάνια και το γιο του Ράστκο, οι οποίοι έγιναν μοναχοί (Συμεών και Σάββας αντίστοιχα) και προέβησαν στην ανοικοδόμηση νέων κτηρίων. Τόσο κατά το 14ο αι. όσο και τους επόμενους, η μονή γνώρισε μεγάλη ακμή και συγκέντρωσε πλούτο και κειμήλια από αυτοκρατορικές και ιδιωτικές δωρεές.

Για να προστατέψει καλύτερα τη μονή Χιλανδαρίου από τις ληστρικές επιδρομές ο βασιλιάς Στέφανος Ούρος Α’ το 1262 κτίζει μεγάλο πύργο. Τη Μονή βοήθησε σημαντικά ο βασιλιάς Στέφανος Ούρος Β’ Μιλούτιν, ο οποίος γύρω στο 1320 έκτισε νέο καθολικό ναό στη θέση του παλαιού. Ο Σέρβος βασιλιάς την ίδια εποχή επίσης ανήγειρε άλλους δύο πύργους που χρησίμευαν και σαν παρατηρητήρια. Ο καθολικός ναός, η τραπεζαρία και το παρεκκλήσιο του κοιμητηρίου τοιχογραφήθηκαν το 1321.

Την εποχή του αυτοκράτορα Στέφανου Ούρος Δ’ Δουσάν η Μονή έφθασε στη μεγαλύτερη ακμή της. Ο Σέρβος ηγεμόνας βοήθησε σημαντικά τη Μονή και της δώρισε μεγάλο αριθμό κτημάτων στη Σερβία και στην Ελλάδα.

Προς το τέλος του 14ου αιώνα στο Χιλανδάρι άρχισαν να καταφεύγουν τα μέλη των οικογενειών Σέρβων αρχόντων και ευγενών.

Οι Τούρκοι κατέκτησαν οριστικά τη χερσόνησο του Άθω το 1430 κα έτσι άρχισαν οι βιαιότητες και η ανομία. Έτσι αρκετοί μοναχοί εγκατέλειψαν τη Μονή και έφυγαν για τη Σερβία. Μετά και την οριστική κατάκτηση όλης της Σερβίας, η μονή αναζήτησε νέους ισχυρούς προστάτες και βοήθεια από άλλες χώρες.

Τον 16ο αι. μοναχοί της Μονής επισκέφθηκαν τη Μόσχα και ζήτησαν προστασία από τον Ρώσο τσάρο Ιβάν Δ’ τον Τρομερό, ο οποίος αναδείχθηκε μέγας δωρητής της Μονής και το 1556 έστειλε μεγάλη οικονομική βοήθεια και πολύτιμα δώρα.

Κατά τη διάρκεια του 17ου αι. ο αριθμός των Σέρβων μοναχών μειώθηκε και το κενό κατέλαβαν Έλληνες και Βούλγαροι μοναχοί ενώ η παρακμή διαπιστώνεται έντονα τον 18ο αιώνα μετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1722. Η μονή δοκιμάστηκε και πάλι το 1891 από μια εξίσου ολέθρια πυρκαγιά.

Το 1896 επανδρώθηκε εκ νέου από Σέρβους μοναχούς, μετά την επίσκεψη του Σέρβου Βασιλιά, Αλέξανδρου Οβρένοβιτς, ο οποίος εξώφλησε όλα τα χρέη της Μονής.

Στη Μονή υπάρχουν 8 θαυματουργές εικόνες της Παναγίας οι πιο γνωστές εκ των οποίων είναι της Παναγίας Τριχερούσας, της Παναγίας Αβραμιώτισσας και η ψηφιδωτή εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας. Επίσης, στο σκευοφυλάκιο της φυλάσσονται κεντητά άμφια και υφάσματα, το δίπτυχο με τις 24 μικρογραφίες, και πολλά άλλα κειμήλια. Στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού περιέχονται 181 ελληνικοί και 809 σλαβικοί κώδικες, τουλάχιστον 20.000 έντυπα βιβλία εκ των οποίων 3.000 είναι ελληνικά, καθώς επίσης και 400 έγγραφα διαφόρων γλωσσών.

Στις 3 προς 4 Μαρτίου 2004, κατά τη διάρκεια της νύκτας ξέσπασε πυρκαγιά στη Μονή που γρήγορα έλαβε καταστροφικές διαστάσεις. Η φωτιά έκαψε πάνω από το μισό των κτιρίων της Μονής. Η αδερφότητα της Μονής Χιλανδαρίου με τη σημαντική οικονομική, υλικοτεχνική και επιστημονική βοήθεια που έλαβε από τη Σερβία, Ελλάδα κ.α. κατάφερε τελικά να αποκαταστήσει μέχρι το 2019 περισσότερο από το 80% του μοναστηριακού συγκροτήματος.

Ανά πενταετία, εκπρόσωπός της Μονής αναλαμβάνει καθήκοντα Πρωτεπιστάτη του Αγίου Όρους. Καθηγούμενος της Μονής είναι ο Αρχιμανδρίτης Μεθόδιος.

Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους διενήργησε ανασκαφικές έρευνες σωστικού χαρακτήρα μετά την καταστροφική φωτιά του 2004 και συντήρησε φορητές εικόνες και τοιχογραφίες (Τράπεζα, Πρόπυλο, κλπ.).

Νικόλαος Μερτζιμέκης

 

Βιβλιογραφία

G. Subotić, Hilandar Monastery, Beograd 1998.

M. Branković, M. Brmbolić, M. Miljković, V. Ristić, Chilandar Monastery, Beograd 2006.

Α. Γουματιανός – Ν. Μερτζιμέκης, «Μεσοβυζαντινά αρχιτεκτονικά μέλη από την Ιερά Μονή Χελανδαρίου», Μακεδονικά, τ. 41, Θεσσαλονίκη 2016, 119-138.

Ιερά Μονή Χιλανδαρίου
Filters
η υπηρεσία
  • en