Ιερά Μονή Βατοπεδίου

category-place-icon

Η Ιερά Μονή Βατοπεδίου, δεύτερη στην ιεραρχία των αγιορειτικών μονών, είναι κτισμένη στη βορειοανατολική πλευρά της χερσονήσου του Άθω και τιμάται στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Ιδρύθηκε λίγο πριν το 985 από τον εξ Αδριανουπόλεως αριστοκράτη Νικόλαο, ο οποίος, κατά την παράδοση, είναι σύγχρονος με τους άλλους δύο αναφερόμενους στις πηγές Αδριανουπολίτες κτήτορες, Αθανάσιο (μνεία μεταξύ 1020-1045) και Αντώνιο (μνεία 1142). Τη μονή ευεργετούν ιδιαίτερα οι Σέρβοι ηγεμόνες Συμεών και Σάββας Νεμάνια, οι αυτοκράτορες Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος και Ιωάννης Στ’ Καντακουζηνός και ο δεσπότης Θεσσαλονίκης Ανδρόνικος Παλαιολόγος. Στους πρώτες αιώνες της Τουρκοκρατίας ηγεμόνες των Παραδουνάβιων Χωρών προέβησαν σε γενναίες χορηγίες και δωρεές. Στους ευεργέτες της μονής με την πάροδο των αιώνων προστίθενται εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι, κοινοτικοί άρχοντες και Ρώσοι τσάροι.

Η Ιερά Μονή Βατοπεδίου, δεύτερη στην ιεραρχία των αγιορειτικών μονών, είναι κτισμένη στη βορειοανατολική πλευρά της χερσονήσου του Άθω και τιμάται στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Ιδρύθηκε λίγο πριν το 985.

Σύμφωνα με μια παλαιά παράδοση, την αρχαία μονή που είχε ιδρύσει ο Μ. Κωνσταντίνος και κατέστρεψε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, επανίδρυσε ο Βάτος, αδελφός του Μ. Θεοδοσίου, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τη Θεοτόκο για τη θαυματουργή σωτηρία του γιου του από θαλασσοταραχή. Κατά μία άλλη παράδοση, μεταγενέστερη, την παλαιά μονή που είχε ιδρύσει ο Μ. Κωνσταντίνος και κατέστρεψε ο Ιουλιανός, επανίδρυσε ο Μ. Θεοδόσιος, προς τιμήν της Θεοτόκου, διότι με τη θαυματουργή της παρέμβαση έσωσε τον μικρό του γιο Αρκάδιο από τρικυμία κοντά στην αθωνική ακτή, όπου και κτίστηκε η μονή.

Στην παλαιότερη γραπτή μνεία της μονής (985) μαρτυρείται ο εξ Αδριανουπόλεως αριστοκράτης Νικόλαος, πρώτος κτήτορας και ηγούμενος, ο οποίος εγκαταστάθηκε, καθ’ υπόδειξη του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, σε μία προϋπάρχουσα ερειπωμένη εγκατάσταση, μέρος της οποίας ήταν προφανώς και η μερικώς ανεσκαμμένη παλαιοχριστιανική βασιλική, από την οποία πρέπει να προέρχονται οι κίονες που επαναχρησιμοποιήθηκαν στη λιτή του καθολικού και στην τελευταία στάθμη του κωδωνοστασίου. Επιφανείς Αδριανουπολίτες κτήτορες είναι και οι Αθανάσιος (μνεία μεταξύ 1020-1040) και Αντώνιος (μνεία 1142), τους οποίους η παράδοση θεωρεί σύγχρονους με τον Νικόλαο.

Η μονή ήδη στον 11ο αι. αναπτύχθηκε ταχύτατα και ανήλθε στην ιεραρχία των αθωνικών μονών. Στα τέλη του 12ου αι. εγκαθίστανται σε αυτή οι Σέρβοι ηγεμόνες Συμεών και Σάββας Νεμάνια, οι οποίοι επιδίδονται σε σημαντική οικοδομική δραστηριότητα, γι’ αυτό και θεωρήθηκαν νέοι κτήτορες. Μεγάλη αίγλη αποκτά στα χρόνια του Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου (1282-1328) και του Ιωάννη Στ’ Καντακουζηνού (1347-1354). Στις αρχές του 15ου αι. προβαίνει σε γενναίες δωρεές προς αυτή και ο τελευταίος δεσπότης Θεσσαλονίκης Ανδρόνικος Παλαιολόγος (1408-1423). Μετά την Οθωμανική κατάκτηση (1423/4) διατηρεί, όπως και οι υπόλοιπες μονές, τα προνόμιά της, αλλά και την υψηλή της θέση στην ιεραρχία. Στους πρώτες αιώνες της Τουρκοκρατίας ηγεμόνες των Παραδουνάβιων Χωρών προέβησαν σε γενναίες οικονομικές ενισχύσεις, δώρισαν έργα τέχνης και παραχώρησαν μετόχια. Στους ευεργέτες της μονής με την πάροδο του χρόνου έρχονται να προστεθούν εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι, κοινοτικοί άρχοντες και Ρώσοι τσάροι.

Ο περίβολoς της μονής, που διαμορφώθηκε στη σημερινή του έκταση ήδη από τα βυζαντινά χρόνια, περικλείει μια μεγάλη αυλή, στην οποία δεσπόζουν το καθολικό, η τράπεζα, τα παρεκκλήσια των Αγίων Αναργύρων και της Αγίας Ζώνης, το κωδωνοστάσιο, το δοχειό-σκευοφυλάκιο και διάφορα άλλα κτίρια. Στις πτέρυγες του περιβόλου υπάρχουν παρεκκλήσια, πύργοι, το συνοδικό, το σκευοφυλάκιο, τα κελλιά των μοναχών, το αρχονταρίκι και άλλοι βοηθητικοί χώροι.

Το καθολικό κτίστηκε στα τέλη του 10ου – μέσα 11ου αι., με μεταγενέστερες οικοδομικές φάσεις. Στον ναό διατηρούνται τα μοναδικά σωζόμενα στο Άγιον Όρος εντοίχια ψηφιδωτά, που χρονολογούνται από τον 11ο έως τον 14ο αι. Οι υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας τοιχογραφίες του φιλοτεχνήθηκαν το 1312, όπως μας πληροφορεί μεταγενέστερη επιγραφή του 1819. Ένα ακόμη παλαιότερο στρώμα ζωγραφικής του 12ου αι. έχει επισημανθεί. Οι βυζαντινές τοιχογραφίες επιζωγραφίσθηκαν μερικώς σε διάφορες περιόδους από τον 17ο έως τον 19ο αι.

Οι ανασκαφές που διενεργήθηκαν στη μονή έφεραν στο φως, πέραν του τμήματος της παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και σημαντικά οικοδομικά κατάλοιπα των βυζαντινών χρόνων, όπως τμήματα του πρωιμότερου περιβόλου του τέλους του 10ου αι., αλλά και της πρώιμης μεταβυζαντινής περιόδου, όπως τα θεμέλια συγκροτήματος κελλιών στη νότια πτέρυγα και του μαγειρείου που είχε οικοδομηθεί από τον Νεάγκοε Μπασαράμπ πλησίον του κωδωνοστασίου.

Στη μονή είναι αποθησαυρισμένα σπουδαία κειμήλια και έργα τέχνης των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων. Ιδιαιτέρου σεβασμού χαίρουν οι θαυματουργές εικόνες της Παναγίας, αλλά και το ιερό παλλάδιο της μονής, η Τίμια Ζώνη της Θεοτόκου, η οποία φυλάσσεται σε αργυρεπίχρυση λειψανοθήκη του 19ου αι. Οι ψηφιδωτές εικόνες της Σταύρωσης (τέλη 13ου – αρχές 14ου αι.) και της Αγίας Άννης (αρχές 14ου αι.), είναι από τα λίγα σωζόμενα -όχι μόνο στη μονή, αλλά και σε όλο το Άγιον Όρος- έργα αυτού του είδους. Από το πλήθος των υπόλοιπων φορητών εικόνων με σημαίνουσα καλλιτεχνική αξία, ξεχωρίζουν αυτές της Οδηγήτριας (τέλη 13ου – αρχές 14ου αι.), της Αποκαθήλωσης (14ος αι.), του Επιτάφιου Θρήνου (τελευταίο τέταρτο 14ου αι.) κ.ά. Στα πλέον πολύτιμα έργα τέχνης προσγράφονται το περίφημο Άγιο Ποτήριο από ίασπι, που φιλοτεχνήθηκε για λογαριασμό του δεσπότη του Μυστρά Μανουήλ Καντακουζηνού Παλαιολόγου (1349-1380), η λειψανοθήκη από ορεία κρύσταλλο (η λεγόμενη «κρατητήρα») των αρχών του 15ου αι., το Άγιο Ποτήριο, το δισκάριο και ο αστερίσκος, φιλοτεχνημένα με δαπάνη του δεσπότη των Ιωαννίνων Θωμά Πρελούμπου (1366-1384), ο σταυρός ο λεγόμενος του Μεγάλου Κωνσταντίνου (τέλη 14ου – αρχές 15ου αι. με προσθήκες του 17ου και του πρώτου μισού του 19ου αι.) κ.ά.

Η βιβλιοθήκη της μονής περιλαμβάνει μία από τις πιο σημαντικές συλλογές χειρογράφων, ειληταρίων, παλαιτύπων και έντυπων βιβλίων στο Άγιον Όρος. Από τα ιστορημένα χειρόγραφα διακρίνονται για τη σπουδαιότητα και τη σπανιότητά τους η Γεωγραφία του Πτολεμαίου (13ος – 14ος αι.) και η Οκτάτευχος (13ος αι.), ενώ ιδιαίτερη θέση κατέχουν τα πολυτελή χειρόγραφα που δώρισε στη μονή ο αυτοκράτορας Ιωάννης Στ’ Καντακουζηνός (1347-1354).

Σταθμός στην ιστορία της μονής υπήρξε η ίδρυση της Αθωνιάδας Σχολής το 1749, σε έναν λόφο απέναντι από το μοναστήρι. Η Σχολή αναδείχθηκε σε σπουδαίο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Ορθόδοξης Ανατολής, ιδίως στα χρόνια που διετέλεσε σχολάρχης ο λόγιος μοναχός και διδάσκαλος του Γένους Ευγένιος Βούλγαρης. Στη μονή Βατοπεδίου υπάγονται σήμερα δύο σκήτες, του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Ανδρέου και μεγάλος αριθμός κελλίων.

                                                                                                      Δ. Λιάκος

 

Βιβλιογραφία

Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου. Παράδοση-Ιστορία-Τέχνη, τ. Α’, Β’, Άγιον Όρος 1996.

D. Liakos, “The Byzantine bell-tower in Vatopedi Monastery on Mount Athos (1427). The sculpted decoration and its significance”, Jαhrbuch der Österreichischen Byzantinistik 65 (2015) 153-168.

D. Liakos, “A Unique 15th Century Donation to Vatopedi; a Pair of Wood- carved Lecterns”, Byzantine and Post-Byzantine Art: Crossing Borders (eds. E. Moutafov-I. Toth), Sofia 2018, 265-302.

Δ. Λιάκος, «Παρατηρήσεις σε παναγιάρια της μονής Βατοπεδίου (14ος – 16ος αι.)», Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 39 (2018) 427-438.

Δ. Λιάκος, «Ανασκαφικές έρευνες στις μονές Βατοπεδίου και Φιλοθέου», Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 28 (2014), Θεσσαλονίκη 2019, 627-636.

D. Liakos, Ch. Stavrakos, “New evidence regarding the early history of the Monastery of Vatopedi (Mt Athos): unpublished sigillographical material”, Byzantinisxhe Zeitschrift 113. 1 (2020) 175-188.

D. Liakos, “Athos with Shine: Luxury Artworks and their Patrons (10th–15th centuries)”, Hilandarski Zbornik 15 (2021) 7-21.

D. Liakos, “Toward a new era: Patronage and Luxury Endowments to Mount Athos (Fourteenth to Mid-Sixteenth Centuries)”, Eclecticism in Late Medieval Visual Culture at the Crossroads of the Latin, Greek, and Slavic Traditions (eds. M. A. Rossi, A. I. Sullivan), Berlin/Boston: De Gruyter 2021, 341-368.

Ιερά Μονή Βατοπεδίου
Filters
η υπηρεσία
  • en