LOGO EFAXAGOR EN black ministry
Ceramic kilns and workshop facilities
Chrysa Koukoulidou

The most direct evidence relating to the existence of local workshops is the remains of ceramic kilns and other ancillary facilities. Excavations have brought to light the remains of workshops in various sites in Chalkidiki.

Mende

In the coastal zone of Mende, northeast of the ancient city, research excavation has brought to light the remains of a ceramic workshop covering a time span from the Late Archaic to the Hellenistic period (Fig.1). 1

The workshop seems to have been operational during the first decades of the 5th century BC. Four Late Archaic kilns (Fig.2, Fig.3, Fig.4, Fig.5), were discovered on the site under investigation, as well as a fifth that was destroyed. Three of the kilns were circular in plan with a central pillar to support the grid (eschara). They had a stoking channel with walls made of clay or clay slabs. 2 The fourth kiln was rectangular in plan, with an arched entrance to access the stoking channel. 3 The stoking channel was integrated into the rectangular compartment of the kiln; however, it was separated by the firing chamber, thus creating two compartments. Fuel preparation areas were found near the kilns, as well as burnt soil and traces of ashes; several clay wedges that were used to support the vessels were also unearthed (Fig.30, Fig.31, Fig.32, Fig.33, Fig.34). Sherds that were excavated indicate that the workshop produced amphorae, plain and painted vessels.

During the 4th century BC, the workshop consisted of a quadrilateral space (Space B) with arcades on at least three of its sides, while during the late Classical - Hellenistic period it was supplemented with a new structure with two large hypostyles (Spaces A-C) and a third one which was smaller (Space C') , as well as a built kiln 4 (Fig.1, Fig.6). It was a circular kiln with a central pillar; rubble masonry was used for the construction of its walls along with embedded ceramic fragments, amphorae and bricks; its grid and the firing chamber were not preserved. It was mainly associated with the production of amphorae of the Parmeniskos group, as was the entire workshop. 5 The discovery of a large number of clay stands during the excavations was also noteworthy, some of which bore stamps with the names of the Parmeniskos group (Fig.40, Fig.41, Fig.42, Fig.43), while stamped amphora handles were also unearthed.

Φούρκα

Έντονα καιρικά φαινόμενα που έπληξαν την περιοχή της Σκάλας Φούρκας κατά τα έτη 2020-2021 αποκάλυψαν κοντά στην ακτή τμήμα της εσχάρας κλιβάνου, τμήματα τοιχίων, καθώς και θραύσματα κεραμικής. Ανασκαφική έρευνα που ακολούθησε σε επιλεγμένα σημεία κατά μήκος της ακτής, νοτιοδυτικά του οικισμού, έφερε στο φως τμήματα εργαστηριακής εγκατάστασης με κλίβανο και εργαστηριακό χώρο, που φαίνεται πως ήταν σε χρήση από τα μέσα του 4ου έως τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. (Fig.35). 6 Από τον κλίβανο αποκαλύφθηκε μόνο η πήλινη ορθογώνια εσχάρα του, καθώς η διερεύνηση της κατασκευής σε βάθος δεν κατέστη δυνατή λόγω εγγύτητας με τη θάλασσα (Fig.36, Fig.37). Από τον χώρο περιμετρικά του κλιβάνου προέκυψαν εργαστηριακά απορρίμματα, σφήνα, θραύσματα στηριγμάτων όπτησης. Σε μικρή απόσταση από τον κλίβανο ήρθε στο φως τμήμα κτιρίου ορθογώνιας κάτοψης (Κτίριο Α), από το οποίο διατηρούνται μόνο δύο τοίχοι και μικρό τμήμα του τρίτου (Fig.38). Η πυκνότητα της κεραμικής που προέκυψε από το εσωτερικό του κτιρίου και τον χώρο περιμετρικά αυτού σε συνδυασμό με την ύπαρξη θραυσμάτων υποστατών, εργαστηριακών απορριμμάτων και μαζών πηλού οδήγησαν στην ταύτιση του χώρου με εργαστήριο κεραμικής. Αξίζει να σημειωθεί η παρουσία θραυσμάτων αμφορέων της ομάδας Παρμενίσκου, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται και τέσσερις ενσφράγιστες λαβές. Νοτίως του Κτιρίου Α αποκαλύφθηκε δεύτερο πολύχωρο οικοδόμημα (Κτίριο Β, Fig.39). Διακρίνονται έξι δωμάτια, ωστόσο οι εργασίες δεν ολοκληρώθηκαν. Με την ολοκλήρωσή τους αναμένεται να αποσαφηνιστεί η κάτοψη του κτιρίου, καθώς και στοιχεία σχετικά με την περίοδο λειτουργίας, τη χρήση και την ενδεχόμενη σχέση του με την εργαστηριακή εγκατάσταση.

Σημειώνεται ακόμα πως στην περιοχή της Φούρκας, κατά τις εργασίες τοποθέτησης αποχετευτικού αγωγού το 2008, εντοπίστηκε και ένας αποθέτης κεραμικού εργαστηρίου. Στα ευρήματα του αποθέτη συγκαταλέγονται υαλοποιημένα τμήματα αγγείων, πολυάριθμα θραύσματα αμφορέων Μένδης του γ΄ τέταρτου 5ου αι. π.Χ., καθώς και τμήματα άβαφων και γραπτών αγγείων, που φαίνεται πως αποτελούσαν τα προϊόντα παραγωγής του εργαστηρίου (Fig.44, Fig.45). 7

Ποτίδαια

Στην Ποτίδαια, κάτω από κτιριακό συγκρότημα ρωμαϊκών χρόνων, αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα δύο κεραμικών εργαστηρίων που λειτούργησαν σε ξεχωριστές περιόδους, κατά τους αρχαϊκούς και τους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους (Fig.7). Από το εργαστήριο των αρχαϊκών χρόνων εντοπίστηκε μόνο τμήμα του κλιβάνου του. 8 Πρόκειται για μικρό απιόσχημο κλίβανο, σκαμμένο στο φυσικό έδαφος, με κεντρικό κιονίσκο για τη στήριξη της εσχάρας. 9 Από το μέγεθος του κλιβάνου και την κεραμική που συσχετίστηκε με αυτόν προκύπτει ότι πιθανώς το εργαστήριο παρήγε αγγεία μικρού σχετικά μεγέθους, ορισμένα από τα οποία φαίνεται ότι μιμούνταν τεχνοτροπικά κορινθιακά πρότυπα.

Από την εργαστηριακή εγκατάσταση των ύστερων ελληνιστικών χρόνων αποκαλύφθηκε κλίβανος κυκλικής κάτοψης σκαμμένος στο φυσικό έδαφος με κεντρικό κιονίσκο για στήριξη της εσχάρας και διάδρομο πυροδότησης. Τα τοιχώματά του ήταν κατασκευασμένα από πηλό και θραύσματα κεράμων και έφεραν επάλειψη πηλού. Αντίστοιχη επάλειψη έφερε και το δάπεδο του θαλάμου θέρμανσης. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν όστρακα από αβαφή χρηστικά αγγεία που χρονολογούνται στον 1ο αι. π.Χ., την τελευταία περίοδο λειτουργίας του. 10 Στον χώρο εντοπίστηκαν και επτά λάκκοι-αποθέτες, στο εσωτερικό των οποίων βρέθηκαν απορρίμματα του εργαστηρίου, στάχτες, κάρβουνα και αποτυχημένα προϊόντα όπτησης. Αρχικά οι λάκκοι είχαν πιθανώς χρησιμοποιηθεί για την εξόρυξη πηλού για την κατασκευή αγγείων. Ένα πηγάδι, ένα ορθογώνιο λάξευμα και μια κυκλική κατασκευή συνδέθηκαν επίσης με την εργαστηριακή χρήση του χώρου. 11

Τορώνη

Κατά τις ανασκαφικές έρευνες στην Τορώνη, πολύ κοντά στα όρια του νεκροταφείου της Πρώιμης Εποχής Σιδήρου, αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα υστερογεωμετρικού κεραμικού κλιβάνου. 12 Ο κλίβανος κατασκευάστηκε τον 8ο αι. π.Χ., πιθανώς στο β΄ μισό του, όταν πλέον το νεκροταφείο είχε πάψει να χρησιμοποιείται. Ο κλίβανος είναι μικρών διαστάσεων, κυκλικός, σκαμμένος στο φυσικό έδαφος, με τοιχώματα επιχρισμένα με πηλό. Είχε διατηρηθεί μόνο το κατώτερο τμήμα του, με τον θάλαμο θέρμανσης και το στόμιο πυροδότησης. Δεν εντοπίστηκαν στο εσωτερικό του στοιχεία που να υποδηλώνουν την ύπαρξη στηρίγματος για τη στήριξη της εσχάρας, γεγονός που οδήγησε τους ανασκαφείς στο συμπέρασμα πως είτε η εσχάρα στηριζόταν στα πλαϊνά τοιχώματα του κλιβάνου, είτε δεν υπήρχε καθόλου και τα αγγεία τοποθετούνταν απευθείας στο κυκλικό όρυγμα του κλιβάνου. Ο κλίβανος φαίνεται πως κατέρρευσε κατά την διαδικασία της όπτησης, όταν όμως το ψήσιμο είχε ολοκληρωθεί. Στο εσωτερικό του βρέθηκε το τελευταίο φορτίο του, αγγεία, τροχήλατα και χειροποίητα, καθώς και δυο υφαντικά βάρη.

Άκανθος

Κατάλοιπα των εργαστηριακών εγκαταστάσεων της αρχαίας Ακάνθου, που μεταξύ άλλων παρήγαν και εμπορικούς αμφορείς, ήρθαν στο φως κοντά στην παραλιακή της ζώνη, στο ΝΑ άκρο του εκτεταμένου αρχαίου νεκροταφείου και σε μικρή απόσταση από την αρχαία πόλη. Αποκαλύφθηκαν κεραμικοί κλίβανοι, οικοδομικά λείψανα βοηθητικών χώρων των εργαστηρίων, πηγάδια, καθώς και απορριμματικοί λάκκοι, που δηλώνουν μια συνεχή δραστηριότητα στον χώρο καθ’όλη την διάρκεια του 4ου αι. π.Χ., πιθανώς και λίγο νωρίτερα (Fig.8). Οι αρχικές ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως κατάλοιπα τριών κεραμικών κλιβάνων που δεν έδωσαν σαφή στοιχεία σε σχέση με τη χρονολόγηση και το είδος των παραγόμενων προϊόντων του εργαστηρίου, εντάχθηκαν όμως γενικά στους κλασικούς - ελληνιστικούς χρόνους. 13 Η επέκταση της έρευνας αποκάλυψε σε μεγαλύτερη έκταση την εργαστηριακή ζώνη της πόλης, με τον εντοπισμό καταλοίπων και άλλου εργαστηριακού συγκροτήματος. 14 Ιδιαίτερα ξεχωριστή ήταν η αποκάλυψη δύο παράλληλων μεταξύ τους σχεδόν όμοιων κλιβάνων που πατούν πάνω σε κοινή, επιμελώς κατασκευασμένη λιθόκτιστη βάση (Fig.9, Fig.10, Fig.11). Οι κλίβανοι είναι κυκλικής κάτοψης με κεντρικό υποστύλωμα για τη στήριξη της εσχάρας και σώζουν μόνο το κατώτερο μέρος τους, με τον θάλαμο θέρμανσης και τον διάδρομο πυροδότησης. Στην ίδια εγκατάσταση εντάσσεται και τρίτος μεγαλύτερου μεγέθους κλίβανος απιόσχημης κάτοψης (Fig.12). Έξω από την είσοδό του βρέθηκε πηλοκατασκευή με υποστατά για την στήριξη οξυπύθμενων αμφορέων, ενώ από την εσωτερική του επίχωση προέκυψαν και αρκετές ενσφράγιστες λαβές με τροχό. Στην υπόλοιπη έκταση της εγκατάστασης εντοπίστηκαν οικοδομικά λείψανα κατασκευών, λιθόκτιστα ή πηλόκτιστα, που σχετίζονται με την λειτουργία του εργαστηρίου. Ξεχωρίζουν τα κατάλοιπα μεγάλης στοάς με λιθόκτιστο τοίχο πίσω και επτά πεσσόμορφα λιθόκτιστα στηρίγματα, όπου θα υψώνονταν δοκάρια για την στήριξη της στέγης (Fig.13). Η εγκατάσταση τοποθετείται χρονικά στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., ωστόσο ίχνη προγενέστερων κτισμάτων, υπολείμματα δύο ακόμα κλιβάνων και οκτώ λάκκοι - αποθέτες με όστρακα, αποτυχημένα προϊόντα όπτησης, αγνύθες και λυχνάρια μαρτυρούν την εργαστηριακή χρήση του χώρου τουλάχιστον και κατά το α΄ μισό του 4ου αι. π.Χ. Σε απόσταση 100 περίπου μέτρων από το συγκρότημα των κλιβάνων αποκαλύφθηκαν οικοδομικά λείψανα χώρων, ένα πηγάδι καθώς και ιδιαίτερα εκτεταμένο στρώμα με απορρίμματα εργαστηρίων: όστρακα, θραύσματα κεράμων, εκκαμινεύματα, αλλά κυρίως πολυάριθμα θραύσματα αμφορέων, μεταξύ των οποίων και κάποια αποτυχημένα. Τα ευρήματα οδηγούν στο συμπέρασμα πως και εδώ υπήρχαν βοηθητικοί χώροι εργαστηρίων. Αξιοσημείωτος μάλιστα ήταν ο εντοπισμός ενός συνόλου περίπου 250 αμφορέων που βρέθηκαν τοποθετημένοι με τάξη σε τρεις παράλληλες σειρές (Fig.14, Fig.15, Fig.46, Fig.47, Fig.48). Σύμφωνα με την ανασκαφέα, πιθανώς καλύπτονταν από μια πρόχειρη στοά και ενδεχομένως αποτελούσαν αδιάθετα προϊόντα του εργαστηρίου. 15 

Σε γειτονικά οικόπεδα (186/187) ερευνήθηκαν δυο ακόμα κλίβανοι, πηγάδι και αποσπασματικοί εργαστηριακοί χώροι. Ο ένας κλίβανος είναι κυκλικός εγγεγραμμένος σε ορθογώνιο πλακόστρωτο χώρο και διέθετε κεντρικό κυκλικό υποστύλωμα για τη στήριξη της εσχάρας και διάδρομο πυροδότησης με πλίνθινα τοιχώματα και δάπεδο. Διατηρεί τμήμα του θαλάμου θέρμανσης και όπτησης, καθώς και τμήμα της εσχάρας του. Ο δεύτερος κλίβανος είναι μικρότερος, ορθογώνιος, με τοιχώματα από ακανόνιστους λίθους, δάπεδο στρωμένο με πηλό και κεντρικό κυκλικό στήριγμα από πλιθιά. Στον χώρο εντοπίστηκε και αποθέτης με κεραμική του τέλους 4ου-3ου αι. π.Χ. 16

Μαυρόλακκας Ολυμπιάδας

Στη θέση Μαυρόλακκας Ολυμπιάδας, σε επιμήκη χαμηλό λοφίσκο με οικιστικά κατάλοιπα που χρονολογούνται από τα μέσα του 4ου έως τον 1ο αι. π.Χ. αποκαλύφθηκαν κατάλοιπα εργαστηριακής εγκατάστασης. 17 Συνολικά στην περιφέρεια του λόφου ήρθαν στο φως υπολείμματα κτιρίων και πέντε κεραμικοί κλίβανοι που χρονολογούνται στην πρώιμη ελληνιστική εποχή (Fig.16). Τρεις κλίβανοι είναι απιόσχημης κάτοψης, με τον καλύτερα σωζόμενο από αυτούς να διατηρεί τμήμα του θαλάμου θέρμανσης και της εσχάρας και να εγγράφεται σε ορθογώνια λιθόκτιστη και λιθόστρωτη κατασκευή (Fig.17). Μπροστά στον κλίβανο εντοπίστηκε λάκκος που περιείχε πολύ μεγάλες ποσότητες σπασμένων και αποτυχημένων κατά την όπτηση άβαφων αγγείων και κυρίως οξυπύθμενων αμφορέων, μαρτυρώντας την λειτουργία εδώ ενός τοπικού εργαστηρίου. Αποκαλύφθηκαν ακόμα δυο κλίβανοι ορθογώνιας κάτοψης. Στον μεγαλύτερο από αυτούς, σωζόμενου μήκους 7μ., φαίνεται ότι γινόταν το ψήσιμο κυρίως μεγάλων κεραμίδων στέγης λακωνικού τύπου.

Άθυτος

Στην Άθυτο, πάνω σε δρόμο που περνούσε δίπλα από το νότιο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης, εντοπίστηκε στρώμα καταστροφής με μεγάλες ποσότητες κεραμικής, αλλά και οικοδομικό υλικό και απορρίμματα κλιβάνου των υστεροκλασικών - ελληνιστικών χρόνων. 18 Η θέση του κλιβάνου δεν προσδιορίστηκε, εντοπίστηκαν όμως τμήματα από τα υαλοποιημένα τοιχώματά του, ψημένες μάζες πηλού, ψημένα πλιθιά, καθώς και αποτυχημένα κεραμικά προϊόντα, πολυάριθμοι δακτύλιοι όπτησης και άλλα στηρίγματα αγγείων. (Fig.18) Τα απορρίμματα φαίνεται πως ρίχτηκαν εκεί μετά την καταστροφή του κλιβάνου, που ενδεχομένως ανήκε σε παρακείμενη αγροικία. Οι ένοικοι της αγροικίας πιθανώς ασκούσαν διάφορες οικιακές και βιοτεχνικές δραστηριότητες, μεταξύ αυτών και παραγωγή απλών αγγείων καθημερινής χρήσης.

Σίβηρη

Στις υπώρειες χαμηλού λόφου στην περιοχή της Σίβηρης εντοπίστηκε εκτεταμένο στρώμα καταστροφής των ελληνιστικών χρόνων. 19 Μεταξύ άλλων περιελάμβανε πήλινα παραλληλεπίπεδα στηρίγματα (Fig. 49, Fig.50, Fig.51, Fig.52) και δακτύλιους όπτησης, τμήματα πήλινων υποστατών, καθώς και τμήμα μήτρας για κατασκευή λαβών. Τα ευρήματα αυτά μαρτυρούν εργαστηριακές δραστηριότητες κεραμικής παραγωγής στην περιοχή. Πολυάριθμα θραύσματα εμπορικών αμφορέων, καθώς και ενσφράγιστες λαβές, ορισμένες από τις οποίες φέρουν ονόματα της ομάδας Παρμενίσκου, παραπέμπουν σε συσχετισμό της κεραμικής παραγωγής κυρίως με αμφορείς της ομάδας (Fig. 20, Fig.53, Fig.54). Από την κεραμική προέκυψε ότι το εργαστήριο λειτουργούσε από τα μέσα του 3ου έως το α΄ μισό του 2ου αι. π.Χ. Η ύπαρξη εργαστηρίων στη ίδια θέση και κατά τους αρχαϊκούς - κλασικούς χρόνους τεκμηριώνεται από την ανεύρεση σε βαθύτερα στρώματα πήλινων σφηνοειδών στηριγμάτων όπτησης (Fig.21), άμορφων μαζών πηλού και υπολειμμάτων καμίνευσης.

Πευκοχώρι

Ενδείξεις ύπαρξης κεραμικού εργαστηρίου προέκυψαν από τα ευρήματα σωστικής ανασκαφής κοντά στο Πευκοχώρι. Κάτω από κατάλοιπα ελληνιστικού κτιρίου του α΄ μισού 2ου αι. π.Χ. ήρθε στο φως μεγάλο όρυγμα-αποθέτης, ενώ σε κοντινή απόσταση αποκαλύφθηκε και άλλος μικρότερος. Τα ευρήματα από το εσωτερικό τους, που χρονολογούνται στον 3ο-2ο αι. π.Χ., περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τμήματα υποστατού (Fig.22), θραύσματα εμπορικών αμφορέων και λαβές της ομάδας Παρμενίσκου (Fig.23, Fig.24, Fig.19) που παραπέμπουν στην λειτουργία εργαστηρίου. 20 Στην ίδια θέση αποκαλύφθηκε κλίβανος ορθογώνιας κάτοψης (Fig.25, Fig.26, Fig.27, Fig.28). Σώζεται ο θάλαμος θέρμανσης, σκαμμένος στο φυσικό έδαφος, με τοιχώματα επιχρισμένα με πηλό, καθώς και ο διάδρομος πυροδότησης. Η στήριξη της εσχάρας γινόταν με πλίνθινα τοιχία με τοξωτά ανοίγματα. Από τα ευρήματα που σχετίζονται με τον κλίβανο ωστόσο δεν προέκυψαν σαφή στοιχεία σε σχέση με την χρονολόγησή του, παραμένοντας ασαφές αν ανήκει στους όψιμους ελληνιστικούς ή στους ρωμαϊκούς χρόνους. 21

Πολύχρονο

Με την ύπαρξη κεραμικού εργαστηρίου της όψιμης ελληνιστικής-ρωμαϊκής εποχής για κατασκευή αμφορέων και άλλων αγγείων καθημερινής χρήσης συσχετίζονται τα ευρήματα της έρευνας σε οικόπεδο του Πολυχρόνου. 22 Κάτω από οικοδομικά κατάλοιπα ρωμαϊκών-παλαιοχριστιανικών χρόνων αποκαλύφθηκε εκτεταμένο στρώμα με όστρακα αμφορέων και εργαστηριακά απορρίμματα, που υποδήλωναν την ύπαρξη εργαστηρίου, ενώ μεγάλη ποσότητα κεραμικής, κυρίως όστρακα οξυπύθμενων αμφορέων, καθώς και τμήματα υποστατών βρέθηκαν εντός αποθέτη.

Άγιος Ιωάννης Νικήτης

Στην παραλία του Αγίου Ιωάννη Νικήτης, σε στρώμα υπερκείμενο εγχυτρισμών της Πρώιμης Εποχής Σιδήρου αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα κατασκευής μέγιστων σωζόμενων διαστάσεων 3,35μ.x1,12μ.x0,65μ. με τοιχώματα από ψημένο πηλό. Η κατασκευή ερμηνεύτηκε με επιφύλαξη ως τμήμα κεραμικού κλιβάνου. 23

Στρατόνι

Στην περιοχή του παράλιου λόφου με το τοπωνύμιο Ελαιώνας, κοντά στην αγορά των ρωμαϊκών χρόνων, αποκαλύφθηκε τμήμα εργαστηριακής εγκατάστασης με κεραμικό κλίβανο (Fig.29). 24 Ο κλίβανος είναι κατασκευασμένος από αργούς λίθους με λάσπη ως συνδετικό υλικό, έχει ελαφρώς κοίλο πυθμένα και το εσωτερικό του είναι επιχρισμένο με πηλό. Τον θάλαμο εσωτερικά περιτρέχει πρόχειρα κατασκευασμένο θρανίο. Το θρανίο, σε συνδυασμό με την απουσία εσχάρας, εντάσσει πιθανώς τον κλίβανο στην κατηγορία εκείνων που η τοποθέτηση των προς όπτηση αγγείων γινόταν στο θρανίο, ενώ η τοποθέτηση της καύσιμης ύλης στον πυθμένα του θαλάμου. Ο κλίβανος τοποθετείται χρονικά στο β΄ μισό του 2ου αι. π.Χ.

Κεραμικά σύνολα από οικισμούς και νεκροταφεία της Εποχής Σιδήρου
Νομική Γάργαλη

Τα ντόπια χειροποίητα αγγεία της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στη Μακεδονία, σε συνδυαΜεταξύ των χειροποίητων αγγείων περιλαμβάνοσμό με τα εισαγμένα μυκηναϊκά και τις τοπικές μιμήσεις τους, αποτελούν το υπόβαθρο για την εξέλιξη των μετέπειτα τοπικών κεραμικών εργαστηρίων στην περιοχή. 25 Κατά την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (11ος – 8ος αι. π.Χ.) επικρατούν στην τοπική παραγωγή τα χειροποίητα αγγεία, ακόσμητα και διακοσμημένα, με εγχάρακτη, εμπίεστη, αυλακωτή ή γραπτή διακόσμηση, είτε - αρκετά συχνά - με στιλβωμένη επιφάνεια. 26

Κατά την Πρώιμη Πρωτογεωμετρική Περίοδο εισάγονται στη Μακεδονία αγγεία από πόλεις της Νότιας Ελλάδας, όπως την Εύβοια, τη Θεσσαλία και την Αττική. Αποτέλεσμα τούτου ήταν η κατασκευή τροχήλατων αγγείων σε τοπικά εργαστήρια της Μακεδονίας, που φέρουν γραπτή γεωμετρική διακόσμηση από ομόκεντρους κύκλους, ημικύκλια, ευθείες και κυματιστές ταινίες, προς μίμηση των εισαγμένων πρωτογεωμετρικών και γεωμετρικών εισαγωγών. 27

Χαρακτηριστικά σχήματα αγγείων που βρίσκουμε στη Μακεδονία κατά την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου, γνωστά ήδη από την εποχή του Χαλκού, είναι οι οπισθότμητες οινοχόες με λοξή προχοή, οι φιάλες με ποικίλες λαβές, οι κάνθαροι, οι σκύφοι, οι κρατήρες, οι αμφορείς και διάφορα μόνωτα κυπέλα. 28 Σημαντικά δείγματα αυτών μας παραδίδονται από διάφορες θέσεις της ΠΕΣ της Χαλκιδικής, όπως τα νεκροταφεία της Τορώνης, του Κούκου Συκιάς και του Αγίου Ιωάννη Νικήτης.

Άγιος Ιωάννης Νικήτης
νεκροταφείο

H θέση - Οι ανασκαφικές έρευνες

Στον Άγιο Ιωάννη Νικήτης του Δήμου Σιθωνίας, στο ΒΔ τμήμα της χερσονήσου που βρέχεται από τον Τορωναίο κόλπο και εντός οικοπέδου όπου αναπτύσσεται μεγάλη τουριστική επένδυση, εντοπίστηκε νεκροταφείο που εκτείνεται χρονικά από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου μέχρι και τους Κλασικούς Χρόνους. Ο χώρος είναι ιδιαίτερα σημαντικός, καθώς πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα νεκροταφεία της Εποχής Σιδήρου στη Βόρεια Ελλάδα, με μεγάλο αριθμό και ποικιλία ταφών και πολλά κτερίσματα. 29 Καταλαμβάνει το τμήμα κοντά στην ακτή και βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το νησάκι Καστρί, όπου υπάρχουν λείψανα οικισμού της ίδιας εποχής, που πιθανόν να ταυτίζονται με την αρχαία Γαληψό. 30

Έως τώρα έχουν εντοπιστεί και ερευνηθεί συνολικά 1044 ταφές διαφόρων τύπων σε πυκνή διάταξη. 31 Βρίσκονται μέσα σε αμμώδες και κατά τόπους ελώδες στρώμα με ποικίλο προσανατολισμό σε επάλληλα και αλληλοεμπλεκόμενα στρώματα, χωρίς σαφή εικόνα της διαδοχής των χρονικών φάσεων. Στις ταφές περιλαμβάνονται εγχυτρισμοί (σε πίθους ή αμφορείς), κιβωτιόσχημοι τάφοι, ταφικές θήκες, λακκοειδείς τάφοι με ή δίχως κάλυψη και μία σαρκοφάγος, ενώ συχνά συναντάμε λίθινους περιβόλους γύρω από τα αγγεία, συνήθως ελλειψοειδούς σχήματος. Στα αγγεία εντοπίζονται αρκετές φορές ίχνη καύσης και ανακομιδή οστών.

Η κεραμική 

Η μελέτη των κτερισμάτων του νεκροταφείου καταδεικνύει ότι αυτό ήταν σε χρήση για μια μακρά χρονική περίοδο, ξεκινώντας από τα τέλη του 11ου και φθάνοντας έως και τον 4ο αι. π.Χ. 32

Η πλειονότητά τους ανήκει στον τομέα της κεραμικής, ένα μεγάλο μέρος της οποίας χρονολογείται σε μια πρώιμη φάση της Εποχής Σιδήρου, προέρχεται από τοπικά εργαστήρια και είναι χειροποίητη. 33 Ο βορειοελλαδικός χώρος, εξάλλου, έχει μακραίωνη παράδοση στην παραγωγή χειροποίητης κεραμικής, αρκετά σχήματα της οποίας ανάγουν τις ρίζες τους στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. 34   Η κεραμική της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου από το νεκροταφείο του Αγίου Ιωάννη παρουσιάζει ομοιότητες με εκείνη του Νεκροταφείου των Τύμβων της Βεργίνας, της Τσαουσίτσας και του Γυναικόκαστρου, 35 καθώς και με των νεκροταφείων του Κούκου Συκιάς, της Τορώνης και λίγων αγγείων της ίδιας περιόδου από την Άκανθο. 

Η ντόπια χειροποίητη κεραμική περιλαμβάνει ένα πλούσιο ρεπερτόριο αγγείων, όπως αμφορείς και αμφορίσκους με οριζόντιες ή κάθετες (κυκλικής ή ορθογώνιας διατομής) λαβές, 36 οπισθότμητες πρόχους, θήλαστρα, τριποδικές χύτρες, μόνωτα κύπελλα, κανθαρόσχημα και κρατηρόχημα αγγεία, φιάλες κ.ά., με στιλβωμένη είτε αδρή επιφάνεια. Σε ελάχιστες - μέχρι στιγμής - περιπτώσεις συναντάμε παραδείγματα αγγείων με εγχάρακτα γραμμικά σχέδια (ΜΠ 5025, ΜΠ 4541, ΜΠ 4913) ή πλαστική διακόσμηση, όπως στην περίπτωση των χειροποίητων αμφορέων με μαστοειδείς αποφύσεις στις δύο όψεις του σώματος (ΜΠ 4625, ΜΠ 4778, ΜΠ 4796, ΜΠ 4655) ή της οπισθότμητης πρόχου με τις τρεις θηλές (ΜΠ 4635). 37

Μεταξύ των χειροποίητων αγγείων περιλαμβάνονται κάποια με ημικυλινδρική προχοή, με  χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τη φιάλη με βαθύ κωνικό σώμα και δύο λαβές σε σχήμα ουράς πτηνού (ΜΠ 4954), το δίωτο κρατηρόσχημο αγγείο (ΜΠ 4932) και τη δίωτη φιάλη με τις λοξές τοξωτές λαβές ορθογώνιας διατομής (ΜΠ 4572), που χρονολογούνται στα τέλη 11ου - α’ μισό του 9ου αι. π.Χ. 38 Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η ποικιλία από θήλαστρα που συναντάμε στο νεκροταφείο του Αγίου Ιωάννη, που εκτείνονται χρονικά από τον 10ο και μέχρι και τον 5ο αι. π.Χ., η πλειοψηφία των οποίων φέρουν τη μορφή οπισθότμητης πρόχου (ΜΠ 4538, ΜΠ 4661, ΜΠ 4955). Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει ένα αγγείο αποτελούμενο από δύο θήλαστρα στον τύπο της οπισθότμητης πρόχου, που ενώνονται μεταξύ τους με κεντρικό στέλεχος ορθογώνιας διατομής, το οποίο εκφύεται από το σημείο της μέγιστης διαμέτρου (ΜΠ 4818). 39

Ένα ακόμη σχήμα αγγείου που περιλαμβάνεται μεταξύ των χειροποίητων αγγείων του Αγίου Ιωάννη είναι τα κανθαρόσχημα, τα οποία υπάγονται στον «Τύπο 1» της κατάταξης της Carrington για τα αντίστοιχα αγγεία του Κούκου Συκιάς. 40 Έχουν υπερυψωμένες ταινιωτές λαβές (ΜΠ 4645, ΜΠ 4713, ΜΠ 4808) και, σύμφωνα με την Carington, ξεκινούν να εμφανίζονται σχεδόν από την αρχή της ΠΕΣ και πιθανόν παύουν κάπου μέσα στον 8ο αι. π.Χ. 41 Παράλληλα με τα δίωτα, συναντάμε και μόνωτα κανθαρόσχημα αγγεία, σύνηθες σχήμα της ΠΕΣ σε πολλές θέσεις της Χαλκιδικής, που φέρουν είτε απλή ταινιωτή υπερυψωμένη λαβή (ΜΠ 4633, ΜΠ 4632), είτε λαβή με δισκόμορφη απόληξη στο άνω μέρος (ΜΠ 4677, ΜΠ 4834). Ο τύπος με τη δισκόμορφη απόληξη εμφανίστηκε ίσως λίγο αργότερα από τον «Τύπο 1» και  παρέμεινε σε χρήση τουλάχιστον μέχρι την αρχαϊκή ή την κλασική εποχή. 42 

Μία άλλη κατηγορία χειροποίητων αγγείων που συναντάμε στο νεκροταφείο του Αγίου Ιωάννη είναι τα φιαλόσχημα με δύο οριζόντιες λοξές λαβές ορθογώνιας διατομής στο χείλος, τριγωνικού ή σχεδόν τριγωνικού σχήματος (ΜΠ 4564, ΜΠ 4652, ΜΠ 4691, ΜΠ 4683, ΜΠ 4727, ΜΠ 4776) ή τραπεζιόσχημες (ΜΠ 4570, ΜΠ 4580, ΜΠ 4741, ΜΠ 4846, ΜΠ 4986), που σχηματίζουν κυκλική ή τριγωνική οπή στο μέσον τους. 43 Χαρακτηριστικό των συγκεκριμένων αγγείων είναι η έντονη στίλβωση στην εσωτερική και την εξωτερική τους επιφάνεια, αλλά και η ποικιλία στο μέγεθός τους. Κρίνοντας από τα υπολείμματα οστών που βρέθηκαν στο εσωτερικό τους κατά τη συντήρηση, πρέπει να χρησίμευαν ως τεφροδόχα. Χρονολογούνται από τον 10ο έως τον 9ο αι. π.Χ. και παράλληλά τους συναντάμε και στην Τορώνη, 44  ενώ από την Όλυνθο σώζονται λαβές αυτού του τύπου, αλλά όχι ολόκληρα αγγεία. 45 Στην περίπτωση μίας μικρής σε μέγεθος φιάλης από τον Άγιο Ιωάννη, έχουμε αντί για δύο μία τραπεζιόσχημη λαβή (ΜΠ 4804).

Μία ακόμη χαρακτηριστική κατηγορία αγγείων της περιόδου αυτής, συνιστούν τα χειροποίητα τριποδικά σκεύη. Οι χύτρες του Αγίου Ιωάννη είναι φτιαγμένες από καστανό, χονδρόκοκκο - γκρίζο λόγω της καύσης - πηλό, που περιέχει μεγάλα εγκλείσματα και μαρμαρυγίες (ΜΠ 4573, ΜΠ 4584, ΜΠ 4678, ΜΠ 4774, ΜΠ 4775, ΜΠ 4792, ΜΠ 4795, ΜΠ 4988). Ως προς το σχήμα τους ταυτίζονται με τους «Τύπους» 2 και 3 της ταξινόμησης της Carrington για τις χύτρες του Κούκου, 46 ενώ σύμφωνα με όσα από τα συνευρήματά τους έχουν συντηρηθεί και μελετηθεί μέχρι στιγμής, τοποθετούνται χρονικά στον 10ο με 9ο αι. π.Χ., περίπου.

Ένα μεγάλο μέρος των ευρημάτων του συγκεκριμένου νεκροταφείου καταλαμβάνουν τα τροχήλατα αγγεία, διακοσμημένα είτε άβαφα. Από τα διακοσμημένα ξεχωρίζουν εκείνα με γραπτή διακόσμηση από δικτυωτά μοτίβα, κυματοειδείς και οριζόντιες ταινίες, διαγραμμισμένα τρίγωνα, λοξά γραμμίδια και ομόκεντρους κύκλους. Χρονολογούνται περίπου από τον 10ο – 8ο αι. π.Χ. και στην πλειοψηφία τους πρόκειται για συμποσιακά σκεύη, όπως αμφορείς (ΜΠ 4562, ΜΠ 4949), τριφυλλόστομες οινοχόες (ΜΠ 4682), πρόχους, φιάλες με πόδι (ΜΠ 4810) και σκύφους (ΜΠ 4571). Μεταξύ αυτών υπάρχουν αμφορίσκοι με οριζόντιες λαβές στην κοιλιά και διακόσμηση από κυματοειδείς γραμμές στο σώμα (ΜΠ 4740, ΜΠ 4977), που χρονολογούνται στην Πρώιμη Πρωτογεωμετρική Περίοδο. 47 Τα πλησιέστερα παράλληλά τους προέρχονται από την Αττική και την Εύβοια, ενώ στην περιοχή της Χαλκιδικής συναντάμε αγγεία αυτού του τύπου στο νεκροταφείο της Τορώνης. 48 Από τα ακόσμητα τροχήλατα αγγεία βρέθηκε και συντηρήθηκε μεγάλος αριθμός από μόνωτα κύπελλα. 

Ξεχωριστή θέση μεταξύ των ευρημάτων του νεκροταφείου κατέχουν δύο εντυπωσιακά εγχώρια αγγεία μεγάλων διαστάσεων (ΤΑΦΗ 251, ΤΑΦΗ 800). Πρόκειται για πιθαμφορείς με γραπτή διακόσμηση από φυτικά και γραμμικά κοσμήματα, που χρονολογούνται περίπου στο β’ μισό του 6ου π.Χ. και εμπίπτουν στην κατηγορία της «χαλκιδικιώτικης κεραμικής». 49

Ένα μεγάλο ποσοστό της κεραμικής που βρέθηκε στον Άγιο Ιωάννη είναι εισηγμένη και προέρχεται από σημαντικά παραγωγικά κέντρα του ελληνικού κόσμου, όπως η Αττική, η Κόρινθος και τα ευβοϊκά εργαστήρια. Τα αγγεία αυτά καλύπτουν την περίοδο από τους αρχαϊκούς μέχρι και τους κλασικούς χρόνους και επιβεβαιώνουν την εμπορική διακίνηση  της παραγωγής αττικών και κορινθιακών εργαστηρίων, όπως διαπιστώνεται άλλωστε και σε πολλές ακόμη θέσεις τα ευρύτερης περιοχής. 50 

Μεταξύ αυτών εμφανίζονται μερικά πολύ χαρακτηριστικά σχήματα των συγκεκριμένων εργαστηρίων, όπως μικρογραφικά σκεύη (κοτύλες, υδρίες και σκύφοι) (ΜΠ 4540, ΜΠ 4714, ΜΠ 4794, ΜΠ 4857, ΜΠ 4641, ΜΠ 4676), αρύβαλλοι (ΜΠ 4719, ΜΠ 4642), ερυθρόμορφες και μελανόμορφες λήκυθοι (ΜΠ 4690, ΜΠ 4634, ΜΠ 4884, ΜΠ 4885, ΜΠ 4901), μελαμβαφείς (ΜΠ 4717) και μελανόμορφοι σκύφοι (ΜΠ 4831, ΜΠ 4631, ΜΠ 4815), από τους οποίους ξεχωρίζει ο σκύφος με παράσταση ανδρικού Γοργόνειου (ΜΠ 5036), μελανόμορφοι αμφορείς (ΜΠ 4966, ΜΠ 4970), μελανόμορφες κύλικες (ΜΠ 4850, ΜΠ 4855, ΜΠ 4876), κα. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα αυτής της κατηγορίας αγγείων αποτελεί το κορινθιακό αλάβαστρο με λευκό βάθος και παράσταση Αιθίοπα, που χρονολογείται περίπου στα τέλη 6ου - αρχές 5ου αι. π.Χ (ΜΠ 4883). Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα κατά πόσο είναι όλα εισηγμένα ή αν κάποια από αυτά αποτελούν τοπικά προϊόντα μίμησης άλλων εργαστηρίων.

Λαγόμανδρα Νικήτης
οικισμός

H θέση - Οι ανασκαφικές έρευνες

Πρόκειται για ένα από τα λίγα παραδείγματα οργανωμένης κατοίκησης της Εποχής Σιδήρου, που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα στη Χαλκιδική. 51 Κατά τη διάρκεια περιορισμένης έκτασης σωστικής ανασκαφικής έρευνας, αποκαλύφθηκε πυκνοκατοικημένος οικισμός περίκλειστος από περιβόλους 52 και αποτελούμενος από τουλάχιστον πέντε κτιριακά συγκροτήματα, που το καθένα απαρτίζεται από επιμέρους χώρους κατανεμημένους σε συστάδες. Μεταξύ αυτών βρέθηκαν χώρος οικοτεχνικών δραστηριοτήτων, δύο τμήματα δρόμων και συγκρότημα αποθηκευτικού χαρακτήρα. Στο υπόλοιπο τμήμα του λόφου, όπου δεν έχει διενεργηθεί μέχρι στιγμής ανασκαφική έρευνα, έχουν εντοπιστεί αποσπασματικά και άλλοι χώροι. 53

Η κεραμική

Το μεγαλύτερο μέρος της κεραμικής είναι ασυντήρητο και γι’ αυτό δύσκολο να μελετηθεί, επομένως θα περιοριστούμε στα μέχρι στιγμής συντηρημένα ευρήματα. Η μελλοντική μελέτη του ανασκαφικού υλικού θα δώσει περισσότερα στοιχεία τόσο για την κεραμική, όσο και για την ιστορία του οικισμού γενικότερα.

Οι δύο βασικές κατηγορίες κεραμικής στη Λαγόμαντρα – όπως συμβαίνει και στις υπόλοιπες θέσεις της Χαλκιδικής - είναι η χειροποίητη και η τροχήλατη. Στην χειροποίητη κεραμική σημαντική θέση κατέχουν τα μαγειρικά σκεύη, όπως οι τριποδικές χύτρες σε διαφορετικά μεγέθη, με οριζόντιες υπερυψωμένες (Π 40) ή κάθετες λαβές (ΜΠ 2564). Αντίστοιχα με την περίπτωση του Κούκου Συκιάς, βρέθηκαν και εδώ δισκόμορφα πήλινα θραύσματα γεμάτα εμπίεστες κοιλότητες (ΜΕ 12, ΜΕ 59, ΜΕ 99), που έχουν ερμηνευθεί από την ανασκαφέα ως «εσχάρες».  54 Στην κατηγορία της χειροποίητης κεραμικής περιλαμβάνονται, επίσης, οπισθότμητες πρόχοι, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν δύο με υπερυψωμένη λαβή τριγωνικής διατομής (ΜΠ 2560, ΜΠ 2561), 55  μία άβαφη οινοχοϊσκη με στιλβωμένη επιφάνεια (ΜΠ 2558) και μία με σχεδόν αμφικωνικό σώμα (ΜΠ 2559), κάνθαροι με υπερυψωμένες ταινιωτές λαβές ή με λαβές που φέρουν κομβιόσχημη απόληξη, αντίστοιχοι με εκείνοι της Ολύνθου, του Αγίου Ιωάννη, του Κούκου και της Τορώνης και ένας χειροποίητος φιαλόσχημος σκύφος με μία οριζόντια λαβή και δύο μαστοειδείς αποφύσεις στην αντίθετη πλευρά. Τέλος, βρέθηκαν θραύσματα πίθων με εγχάρακτη ή εμπίεστη διακόσμηση στους ανάγλυφους δακτυλίους (ΜΕ 79, ΜΕ 80). 56

Χαρακτηριστικά αντιπροσωπευτικά παραδείγματα της τροχήλατης κεραμικής που προέκυψαν από την ανασκαφή του οικισμού της Λαγόμαντρας, αποτελούν οι βορειοελλαδικοί αμφορείς τύπου ΙΙ με γραπτή διακόσμηση ομόκεντρων κύκλων, που χρονολογούνται μέσα στον 8ο αι. π.Χ. και απαντούν σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας. Επίσης, ξεχωρίζουν τμήματα αμφορέων με διακόσμηση από δικτυωτά τρίγωνα ή ρόμβους, όστρακα από αμφορείς και κρατηρόσχημα αγγεία διακοσμημένα με γραπτά γεωμετρικά μοτίβα, όπως και  αντιπροσωπευτικά δείγματα της «ασημίζουσας» κεραμικής του β’ μισού του 8ου και του α’ μισού του 7ου αι. π.Χ., 57 τμήματα από δύο τουλάχιστον σκύφους με συστάδες κάθετων γραμμών, που χρονολογούνται στα μέσα του 8ου αι. π.Χ., 58 ένα μόνωτο κύπελλο (ΜΠ 2562) και τμήμα αβαφούς λεκανίδας με προχοή (ΣΚ 498), 59  τα περισσότερα εκ των οποίων χρονολογούνται στον 8ο αι. π.Χ., ιδίως στο β’ μισό του. 60

Κούκος Συκιάς
οικισμός και νεκροταφείο

H θέση - Οι ανασκαφικές έρευνες

Στην κορυφή του λόφου Κούκος δυτικά του χωριού Συκιά στη Σιθωνία Χαλκιδικής, πραγματοποιήθηκε ανασκαφική έρευνα κατά την οποία εντοπίστηκαν υπολείμματα τειχισμένου οικισμού, καθώς και νεκροταφείο στα δυτικά αυτού. 61 Λόγω της ύπαρξης χαλκού στην περιοχή, η ακμή του οικισμού σχετίστηκε με μεταλλευτικές δραστηριότητες. 62

Σύμφωνα με τα ευρήματα που έχουν συντηρηθεί και μελετηθεί έως τώρα, το νεκροταφείο του Κούκου χρονολογείται από τον 10ο έως τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. 63 Επικρατέστερο εδώ είναι το έθιμο της καύσης, με τα τεφροδόχα αγγεία να συνοδεύονται μερικές φορές από κτερίσματα. 64 Μεταξύ των κτερισμάτων υπερτερούν τα αγγεία, υπάρχουν, ωστόσο, αρκετά κοσμήματα και άλλα μικροευρήματα.

Η κεραμική

Τα αγγεία του νεκροταφείου χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου με δημοφιλή σχήματα παρόμοια με εκείνα που απαντούν και στα υπόλοιπα νεκροταφεία της ίδιας περιόδου στη Χαλκιδική, τα οποία, όπως και σε εκείνα, διακρίνονται σε χειροποίητα και τροχήλατα. Ενδιαφέρον στοιχείο στα χειροποίητα αγγεία του Κούκου είναι η κάλυψη της πλειοψηφίας αυτών από ένα χαρακτηριστικό μαύρο επίχρισμα που θυμίζει πίσσα. 65 Τα τροχήλατα αγγεία ακολουθούν την παράδοση της Εύβοιας, ίσως και της Θεσσαλίας, ενώ σπάνια σώζουν διακόσμηση. 66

Τα σχήματα που απαντούν στον Κούκο είναι κυρίως οπισθότμητες πρόχοι σε διαφορετικά μεγέθη (ακόμη και η πρόχους-θήλαστρο) (ΜΠ 1126, ΜΠ 1134, ΜΠ 1149), κανθαρόσχημα αγγεία σε τρεις παραλλαγές, φιαλόσχημα αγγεία, πίθοι με έξεργες, συνήθως, ζώνες και εγχάρακτη διακόσμηση, τριποδικές χύτρες (ολόκληρες ή σε θραύσματα), καθώς και τμήματα από λεκανίδες με διχαλωτές (“wish-bone”) λαβές. 67 Επίσης, υπάρχουν εισηγμένα αγγεία, κυρίως αμφορείς, αμφορίσκοι, κρατήρες ή κρατηρίσκοι - κάποιοι με προχοή - και λεκανίδες με ψηλές κωνικές βάσεις. 68

Μεταξύ των μαγειρικών σκευών που συναντάμε στον Κούκο, εκείνο που επαναλαμβάνεται περισσότερο είναι οι - ποικίλες σε μεγέθη - χειροποίητες τριποδικές χύτρες, 69 των οποίων βρέθηκαν κυρίως θραύσματα των ποδιών τους. Τμήματά τους απαντούν τόσο συχνά στους τάφους, ώστε εικάζεται ότι ίσως είχαν συμβολική σημασία ή ίσως η παρουσία τους να συνδεόταν με κάποιου είδους ταφική τελετουργία. 70 Σύμφωνα με τη μελέτη τους μπορούν να κατανεμηθούν σε τρεις, τουλάχιστον, διαφορετικούς τύπους. Ο «Τύπος 1» φέρει βαθύ σφαιρικό σώμα, φαρδύ κοίλο λαιμό (συνήθως χωρίς χείλος) και δύο οριζόντιες λοξές λαβές κυκλικής διατομής τοποθετημένες στον ώμο (ΜΠ 1135), ενώ η λαβή του «Τύπου 2» είναι κάθετη, κυκλικής ή ωοειδούς διατομής, συνδέεται συνεχόμενα με το ένα πόδι  και απολήγει στο χείλος. 71 Χύτρες όμοιες με του 2ου τύπου βρίσκουμε και στο νεκροταφείο του Αγίου Ιωάννη Νικήτης. Στον «Τύπο 3» υπάγονται, συνήθως, μικρού μεγέθους σκεύη, πιθανόν υστερότερα των προηγούμενων δύο, με ημισφαιρικό σώμα χωρίς λαιμό ή χείλος και λαβή παρόμοια με εκείνη του τύπου 2. Και στις τρεις περιπτώσεις τα πόδια είναι στρόγγυλα, ορθογώνια ή ωοειδή με στρογγυλευμένες, αιχμηρές ή επίπεδες απολήξεις. 72

Από το νεκροταφείο του Κούκου έχουμε τρεις διαφορετικούς τύπους κανθαρόσχημων αγγείων, όλα χειροποίητα και φτιαγμένα από ντόπιο ερυθρό, πορτοκαλή, καστανό, καφέ ή γκρι πηλό, με ασημί ή χρυσή μαρμαρυγία και πολλές φορές με αμμώδη άσπρη πέτρα. 73 Ο «Τύπος 1» φέρει υπερυψωμένες ταινιωτές λαβές και αποτελεί το πιο συνηθισμένο αγγείο του νεκροταφείου μετά τις οπισθότμητες πρόχους. Τα συνευρήματά του τον τοποθετούν χρονικά στο τέλος του 10ου και του 9ου αι. π.Χ. 74 Παρόμοιος τύπος απαντά και σε άλλες περιοχές της Χαλκιδικής, όπως στο νεκροταφείο του Αγίου Ιωάννη και την Τορώνη. Μια παραλλαγή του προηγούμενου είναι εκείνος με τις δισκόμορφες απολήξεις στις λαβές («Τύπος 2»), τις οποίες συναντάμε και σε μόνωτα κύπελλα, τόσο στο νεκροταφείο του Κούκου, όσο και σε άλλες περιοχές της βόρειας Ελλάδας. Αν και το επίκεντρο αυτού του τύπου φαίνεται ότι ήταν η Βεργίνα, βρίσκεται, ωστόσο, και σε άλλες θέσεις της Χαλκιδικής, όπως στην Τορώνη, τον Άγιο Ιωάννη Νικήτης και τα προ-περσικά στρώματα της Ολύνθου. 75 Σύμφωνα με τον Ανδρόνικο, ο τύπος αυτός έχει μακρά παράδοση ήδη από τις αρχές της 1ης χιλιετηρίδος, 76 ενώ η Carington υποστηρίζει ότι ίσως εμφανίστηκε λίγο αργότερα από τον «Τύπο 1» και  παρέμεινε σε χρήση τουλάχιστον μέχρι την αρχαϊκή ή την κλασική εποχή. 77

Στον «Τύπο 3» υπάγεται ο κάνθαρος με κομβία στις λαβές, που πιθανόν αποτελεί παραλλαγή του προηγούμενου 78 και χρονολογείται από την Carington περίπου από τον 8ο έως και τον 6ο αι. π.Χ. 79 Πρόκειται για έναν εξαιρετικά σπάνιο τύπο αγγείου, τον οποίο γνωρίζουμε κυρίως από θραύσματα λαβών σε δίωτα και μόνωτα σκεύη (ΜΠ 1150). 80

Στην κεραμική του Κούκου περιλαμβάνονται θραύσματα από πήλινα χειροποίητα ρηχά σκεύη στρόγγυλου ή ωοειδούς σχήματος, με επίπεδη βάση και επιφάνεια γεμάτη απλές μικρές εμπίεστες κοιλότητες. Σύμφωνα με την ανασκαφέα, θα είχαν ελαφρώς υπερυψωμένα τοιχώματα και απλές διάτρητες λαβές, όπου πιθανόν να τοποθετούνταν τμήμα ξύλου για να διευκολύνεται η μεταφορά τους όταν αυτά ήταν ζεστά. 81 Η Carington τα ονομάζει «ταψιά», είναι σπάνια στη βόρεια Ελλάδα και κανένα δεν έχει βρεθεί μέχρι στιγμής ακέραιο.  Παρόμοια θραύσματα έχουμε και από τον οικισμό της Λαγόμαντρας. 82

Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας μοναδικός τροχήλατος κρατήρας (ΜΠ 1121) με προχοή και χαμηλή κωνική βάση, που χρονολογείται στο α’ μισό του 9ου αι. π.Χ. και ξεχωρίζει χάρη στις λαβές σε σχήμα κεφαλής ζώου, με κέρατα, εγχάρακτη απόδοση των ματιών και ενδείξεις σχηματισμού ρουθουνιών. 83 Με εξαίρεση τη διαμόρφωση της βάσης και την απουσία της προχοής, το συγκεκριμένο αγγείο παρουσιάζει ομοιότητες με κρατήρα από την Τορώνη (82.179). 84

Τορώνη
νεκροταφείο

H θέση - Οι ανασκαφικές έρευνες

Η Τορώνη βρίσκεται στο νότιο άκρο της χερσονήσου της Σιθωνίας και υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες και πλέον ευημερούσες πόλεις της Χαλκιδικής. Από τις ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν ανακαλύφθηκαν οικισμός, κεραμικός κλίβανος, 85 τείχος και νεκροταφείο, που μαρτυρούν συνεχή κατοίκηση από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού έως και τους βυζαντινούς χρόνους. Το παρόν κείμενο θα περιοριστεί στην παρουσίαση της κεραμικής του νεκροταφείου, 86 από όπου έχουμε ένα ολοκληρωμένο και δημοσιευμένο σύνολο αρχαιολογικού υλικού από την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου 87 με αγγεία και άλλα κτερίσματα. 88

Τα αγγεία που βρέθηκαν στο νεκροταφείο της Τορώνης αποτελούν σε μεγάλο βαθμό επανάληψη εκείνων από τα νεκροταφεία του Αγίου Ιωάννη Νικήτης και του Κούκου Συκιάς. 89

Ως τεφροδόχοι χρησιμοποιήθηκαν κυρίως τροχήλατοι αμφορείς, αλλά και μικρότερου μεγέθους σκεύη, όπως αμφορίσκοι, κύπελλα/κύαθοι, καθώς και ανοιχτά αγγεία, κυρίως σκύφοι, κρατήρες, πίθοι κα. 90 Για την κτέριση των ταφών υιοθέτησαν σχήματα αγγείων που στα υπόλοιπα νεκροταφεία της Εποχής του Σιδήρου συνηθίζονταν ως τεφροδόχα, όπως τροχήλατες λεκανίδες, χειροποίητες πρόχους, κάνθαρους, φιαλόσχημα αγγεία και τριποδικές χύτρες. 91 Στα τεφροδόχα αγγεία χρησιμοποιούσαν για πώμα βάσεις αγγείων σε δεύτερη χρήση και για κάλυμμα τμήμα πίθου, αμφορέα ή κάποιο ανοιχτό σκεύος που το τοποθετούσαν ανάποδα επάνω στο στόμιο αυτών. 92

Η κεραμική

Οι ανασκαφές του νεκροταφείου της Τορώνης έφεραν στο φως ντόπια και εισηγμένη κεραμική, χειροποίητη και τροχήλατη. Η τοπική κεραμική (χειροποίητη και τροχήλατη) συνδυάζει στοιχεία δανεισμένα τόσο από τη Μακεδονία και το βόρειο Αιγαίο, όσο και την κεντρική και νότια Ελλάδα, 93 ενώ η εισηγμένη περιλαμβάνει αγγεία από την Αττική, την Εύβοια, τη Θεσσαλία, την Κόρινθο και τα ανατολικοϊωνικά εργαστήρια. Παρόλο που χειροποίητη και τροχήλατη κεραμική συνυπήρξαν για μεγάλο διάστημα, 94 τα τροχήλατα αγγεία ξεπερνούν σε αριθμό τα χειροποίητα. 95 Σε αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι η εισηγμένη τροχήλατη κεραμική εμφανίζεται στην Τορώνη νωρίτερα σε σχέση με άλλες θέσεις της βόρειας Ελλάδας. 96

Η τοπική χειροποίητη κεραμική της Τορώνης περιελάβανε αγγεία καθημερινής χρήσης, όπως αμφορίσκους με λαβές στην κοιλιά ή τον ώμο, κύπελλα/κύαθους, μεγάλους και μικρούς πίθους, οπισθότμητες πρόχους, τριποδικές χύτρες, φιάλες και άλλα χαρακτηριστικά αγγεία της περιόδου, παρόμοια με εκείνα που συναντάμε και σε άλλες θέσεις της Χαλκιδικής. 97 Οι αμφορίσκοι με οριζόντιες λαβές στην κοιλιά φέρουν επίπεδη βάση, στρογγυλό σώμα και ψηλό λαιμό. Κάποιοι σχηματίζουν μαστοειδείς αποφύσεις στο σώμα, ενώ οι περισσότεροι έχουν στιλβωμένη επιφάνεια. 98 Παρόμοια, αλλά όχι ακριβή παράλληλα μπορούμε να βρούμε σε όλη την Μακεδονία κατά την ΠΕΣ. Οι αμφορίσκοι με λαβές στον ώμο είναι ελαφρώς μικρότεροι από τους προηγούμενους, αλλά κατά τα άλλα μοιάζουν πολύ με αυτούς με εξαίρεση τη θέση των λαβών. 99 Οι δύο τύποι αγγείων πιθανόν παράγονταν ταυτόχρονα. 

Tα μόνωτα κύπελλα (κύαθοι) έφεραν είτε υπερυψωμένη ταινιωτή λαβή, είτε λαβή με δισκόμορφη απόληξη στο άνω μέρος, συγγενεύοντας ως σχήμα με τον κάνθαρο. 100 Στην Τορώνη βρέθηκαν, επίσης, πίθοι που είχαν χρησιμοποιηθεί 101 ως «υπόστρωμα», ως τεφροδόχος ή ως πώμα/κάλυμμα σε ταφικές καύσεις. Διακρίνονται σε δύο τύπους, κυρίως ανάλογα με το πόσο ευρύς ή στενός ήταν ο λαιμός και το στόμιό τους, ενώ η διακόσμησή τους είναι συνήθως εγχάρακτη ή εμπίεστη. 102 Εκτός από τους μεγάλους βρέθηκαν και μικρότερου μεγέθους πίθοι.

Σχετικά με την τοπική τροχήλατη κεραμική, ένα από τα δημοφιλέστερα σχήματα αγγείων είναι οι αμφορείς, που διακρίνονται σε τέσσερις τύπους ανάλογα με τη θέση των λαβών τους. Στον πρώτο τύπο υπάγεται ο αμφορέας με κάθετες λαβές, ωοειδές σώμα, επίπεδη δισκοειδή βάση και διακόσμηση από οριζόντιες ταινίες και ομόκεντρα ημικύκλια, που ακολουθεί αττικά τυπολογικά χαρακτηριστικά και χρονολογείται στα μέσα του 10ου αι. π.Χ. (81.247) 103 Ο δεύτερος τύπος είναι σπάνιος στη Μακεδονία και επίσης παρουσιάζει ομοιότητες με αττικά αγγεία. Έχει πιο σφαιρικό σώμα, οριζόντιες λαβές κυκλικής διατομής στο ύψος της μέγιστης διαμέτρου και διακόσμηση από οριζόντιες ταινίες και συστάδες ομόκεντρων κύκλων (81.376 A), 104 σε αντίθεση με τον τρίτο τύπο που έχει κάθετες λαβές στον ώμο και ωοειδές σώμα. 105 Τέλος, σε έναν τέταρτο τύπου υπάγονται οι αμφορείς που φέρουν δύο οριζόντιες λαβές στην κοιλιά και δύο κάθετες ψηλά στον ώμο, οι οποίοι αποτελούν πρόδρομο του βορειοελλαδικού πιθαμφορέα. 106 Στην Τορώνη, άλλωστε, είναι πιθανή η ύπαρξη εργαστηρίου βορειοελλαδικών πιθαμφορέων, καθώς υποδεικνύει η παρουσία αντίστοιχου παραδείγματος στον κεραμικό κλίβανο που εντοπίστηκε εκεί. 107

Το δεύτερο πιο δημοφιλές τροχήλατο αγγείο που χρησιμοποιήθηκε στο νεκροταφείο της Τορώνης ως τεφροδόχο ή ως αγγείο σχετιζόμενο με ταφικές πρακτικές είναι ο σκύφος, που διακρίνεται, επίσης, σε τέσσερις διαφορετικούς τύπους. Στον πρώτο τύπο εντάσσονται τα πρωιμότερα αγγεία, που φέρουν χαμηλό πόδι και χαμηλή κωνική ή δακτυλιόσχημη βάση, εξωστρεφές χείλος και δύο οριζόντιες λαβές στο άνω τμήμα του σώματος (82.287). 108 Αυτό το σχήμα εμφανίζεται στη Μακεδονία την ύστερη Εποχή του Χαλκού και είναι σπάνιο κατά την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Ο δεύτερος τύπος αποτελείται από σκύφους με κωνικό πόδι που δεν είναι αρκετά ομοιόμορφοι, 109 ο τρίτος από σκύφους με ψηλό πόδι (81.310) 110 και ο τέταρτος τύπος είναι διακοσμημένος με κρεμάμενα ημικύκλια. 111 Στους σκύφους της Τορώνης συναντάμε τα χαρακτηριστικά «αντιθετικά μοτίβα» (=ugly sausages) που έχουμε και σε ένα παράδειγμα του Αγίου Ιωάννη. 112

Ένα από τα πιο συχνά επαναλαμβανόμενα σχήματα αγγείων, τόσο στο νεκροταφείο της Τορώνης, όσο και σε εκείνα του Κούκου και του Αγίου Ιωάννη, είναι οι αμφορίσκοι. Από την Τορώνη έχουμε τρεις διαφορετικούς τύπους, εκ των οποίων  ο πρώτος αντλεί την καταγωγή του από την Αττική, χρονολογείται στην τελική μυκηναϊκή ή υπομυκηναϊκή περίοδο και δεν συνεχίζεται στην πρώιμη πρωτογεωμετρική (82.39). 113 Ο δεύτερος τύπος εμφανίστηκε κατά την πρώιμη πρωτογεωμετρική περίοδο ή και λίγο νωρίτερα και τα πλησιέστερα παράλληλά του προέρχονται από την Εύβοια, τη Θεσσαλία και τις Κυκλάδες (82.24), 114 ενώ ο τρίτος τύπος είναι τοπικής παραγωγής, αρκετά σπάνιος και χρονολογείται στην ύστερη πρωτογεωμετρική περίοδο. 115

Άλλο χαρακτηριστικό σχήμα τροχήλατου αγγείου από το νεκροταφείο της Τορώνης είναι ο κρατήρας, 116 που διακρίνεται σε πρωιμότερο και μεταγενέστερο. Ο πρώτος έχει χαμηλό πόδι και μεγαλύτερη διάμετρο και χρονολογείται στην πρώιμη πρωτογεωμετρική περίοδο, 117 ενώ ο δεύτερος έχει ψηλό πόδι και αναβαθμό ή αναβαθμούς στην εξωτερική επιφάνειά του και διάμετρο χείλους ελαφρώς μεγαλύτερη από το ύψος του. 118

Κάποια από τα τροχήλατα αγγεία, της τοπικής πιθανότατα παραγωγής, φέρουν διακόσμηση από μαύρο και ερυθρό επίχρισμα (black and red slip ware). Τα αγγεία με μαύρο επίχρισμα φαίνεται να είναι αρκετά πρώιμα και ίσως συνδέονται με αντίστοιχα από την Αιολία και το Λευκαντί (82.179), 119 ενώ μια κύλικα με μεταλλική όψη που χρονολογείται στο πρωιμότερο στάδιο χρήσης του νεκροταφείου διακοσμείται με ερυθρό επίχρισμα. 120

Σημαντική κατηγορία αγγείων της Τορώνης είναι τα εισηγμένα, τα οποία προέρχονται κυρίως από την Αττική, την Εύβοια, τη Θεσσαλία και τις Κυκλάδες. Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν ένας ευβοϊκός σκύφος της μέσης πρωτογεωμετρικής περιόδου, 121 μία πρόχους με καταγωγή πιθανότατα από τις Κυκλάδες 122 και ένας αμφορίσκος με κάθετες λαβές και διακόσμηση από ημικύκλια, με καταγωγή από την Εύβοια ή τη Θεσσαλία. 123 Αποτέλεσμα των επαφών με τις περιοχές αυτές, είναι να δεχτεί η ντόπια κεραμική επίδραση από την αττική και στη συνέχεια από την ευβοϊκή κεραμική. 124

Η τοπική κεραμική παραγωγή από τους αρχαϊκούς χρόνους κι εξής
Χρύσα Κουκουλίδου
Άκανθος

Η αρχαία Άκανθος ήταν κτισμένη σε υψώματα ΝΑ της σημερινής Ιερισσού. Λίγα στοιχεία έχουν προκύψει για τα οικιστικά κατάλοιπα της πόλης. Έχουν αποκαλυφθεί τμήματα του οχυρωματικού περιβόλου της, το θεμέλιο μνημειακού ναού κλασικών χρόνων, λατρευτικό κτίριο που σχετίζεται πιθανώς με τη λατρεία της Κυβέλης, τμήμα μεγάλου, πιθανώς δημόσιου κτιρίου με αίθριο, που ήταν σε χρήση από τα κλασικά χρόνια ως τον 1ο αι. π.Χ., καθώς και τμήματα εργαστηριακών χώρων με κλιβάνους του 4ου αι. π.Χ. Σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό έχει ερευνηθεί το εκτεταμένο νεκροταφείο της αρχαίας Ακάνθου, που εκτείνεται στην παράλια ζώνη της Ιερισσού. Έχουν αποκαλυφθεί χιλιάδες τάφοι διαφόρων τύπων, που χρονολογούνται από τον 7ο αι. π.Χ. έως τους ρωμαϊκούς χρόνους. 125

Δείγματα της πρώιμης κεραμικής παραγωγής της Ακάνθου έχουν προκύψει από την ανασκαφική έρευνα του προαποικιακού νεκροταφείου που αναπτύσσεται σε συνέχεια προς την ενδοχώρα του εκτεταμένου παράλιου νεκροταφείου της αρχαίας πόλης. 126 Οι ταφές του ανάγονται σε μια περίοδο προγενέστερη ή σύγχρονη περίπου με την άφιξη των αποίκων στην Άκανθο και εντάσσονται χρονικά στο β΄ μισό του 8ου και στον πρώιμο 7ο αι. π.Χ. Από προκαταρκτικές δημοσιεύσεις ευρημάτων των ταφών  προκύπτει ότι κυριαρχούν τα χειροποίητα αγγεία, ενώ πολύ λιγότερα είναι τα τροχήλατα. Η επιφάνειά τους είναι συνήθως ακόσμητη. Σε ορισμένες περιπτώσεις η επιφάνεια είναι λειασμένη ή πολύ σπάνια στιλβωμένη, ενώ ορισμένα αγγεία φέρουν εγχάρακτη, εμπίεστη ή γραπτή διακόσμηση. Τα σχήματα ανήκουν σε δημοφιλείς κατηγορίες της Εποχής Σιδήρου, που απαντώνται συχνά και σε άλλες θέσεις της Χαλκιδικής (Κούκο Συκιάς, Άγιο Ιωάννη, Λαγόμανδρα, Τορώνη), αλλά και του ευρύτερου μακεδονικού χώρου: οπισθότμητες πρόχοι (Ι.15.694, Ι.15.699, Ι.15.701), κύπελλα, τριποδικές χύτρες, κάνθαρος με δισκόμορφη απόληξη στη λαβή (Ι.1.5α.8), θήλαστρο, αλλά και μεγαλύτερου μεγέθους, όπως πιθαμφορέας, κρατηρόσχημα (Ι.15.720, Ι.15.713), χυτροειδή, αμφορέας με κάθετες λαβές στον ώμο.

Στην κεραμική παραγωγή της Ακάνθου των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων εντάσσονται αγγεία που παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά ως προς την σύσταση του πηλού, που ταιριάζει με την γενική γεωλογική εικόνα της περιοχής, με διαφοροποιήσεις ως προς την ποσότητα και το μέγεθος των προσμείξεων. 127 Στην πλειονότητά τους είναι άβαφα αγγεία καθημερινής χρήσης, που επαναλαμβάνουν σχήματα γνωστά και από μεγάλα κεραμικά κέντρα: χύτρες και χυτροειδή (Ι.95.197), λεκάνες, ασκοί, θήλαστρα, πιθοειδή, κύπελλα, αμφορείς και αμφορίσκοι, υδρίες, οινοχόες, λοπάδες αρυτήρες, φιαλίδια, ληκύθια. 128

Ιδιαίτερα αγαπητά, κυρίως κατά τους αρχαϊκούς χρόνους, είναι τα γραπτά ή ολόβαφα αγγεία, που τόσο ως προς το σχήμα, όσο και ως προς τη διακόσμηση, δέχονται επιρροές από κεραμικά κέντρα του ανατολικοϊωνικού, νησιωτικού χώρου. Τα γραπτά αγγεία φέρουν συνήθως χρώμα στο χείλος, τη βάση και την ράχη των λαβών, ενώ το σώμα κοσμούν ταινίες, που σε ορισμένες περιπτώσεις συνδυάζονται με πεταλόσχημα μοτίβα. Αρκετά συνηθισμένη είναι και η διακόσμηση αγγείων με ημικυκλική κηλίδα χρώματος στο στόμιο απέναντι από τη λαβή, διακόσμηση που συνεχίζει και κατά τον 4ο αι. π.Χ., με τη μορφή ακανόνιστης κηλίδας στην πρόσθια όψη του σώματος των αγγείων. Αγαπητά σχήματα είναι οι αμφορίσκοι, υδρίες, οινοχόες, κύπελλα. 129 Κατά τους μεταγενέστερους χρόνους η εγχώρια γραπτή παραγωγή συνεχίζεται, με την κατασκευή κυρίως μικύλλων αγγείων. 130

Η Άκανθος αποτελούσε σημαντικό εργαστήριο παραγωγής αγγείων και της «χαλκιδικώτικης» κεραμικής. Η παραγωγή ξεκίνησε μέσα στον 7ο αι. π.Χ., με αγγεία που πιθανώς κατασκευάστηκαν, κατά την Παντή, από τους πρώτους αποίκους ή από περιοδεύοντες τεχνίτες. 131 Δείγμα της πρώιμης αυτής παραγωγής αποτελεί πιθαμφορέας με γραμμική διακόσμηση σε ζώνες με εφαπτόμενους δικτυωτούς ρόμβους, ενάλληλες γωνίες, κάθετες κυματοειδείς γραμμές και σαφή διάκριση της κύριας από την δευτερεύουσα όψη (Ι.118.1). Ξεχωριστό προϊόν του τοπικού εργαστηρίου αποτελεί πιθαμφορέας του 7ου αι. π.Χ., που συνδυάζει στοιχεία της εγχώριας παράδοσης με επιδράσεις από αιολικά, νησιωτικά/ κυκλαδικά εργαστήρια (Ι.161.152) Η επιφάνειά του χωρίζεται από λεπτές γραμμές σε επιμέρους ζώνες και καλύπτεται από διακοσμητικά, κυρίως γεωμετρικά, μοτίβα. Στην κύρια διακοσμητική ζώνη του ώμου αποδίδεται ζεύγος ελαφιών ανάμεσα σε ποικίλα παραπληρωματικά μοτίβα, ενώ στην πίσω όψη η εικονιστική παράσταση αντικαθίσταται από τεθλασμένη γραμμή και μαίανδρο. Αργότερα στην παραγωγή του εργαστηρίου κυριαρχούν οι υδρίες, ένα σχήμα που δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένο σε άλλες θέσεις της Χαλκιδικής, με επιρροές από αγγεία της Σάμου. Η διακόσμηση αποδίδεται με ερυθρό/ καστανέρυθρο χρώμα πάνω σε υπόλευκο επίχρισμα και διαρθρώνεται σε ζώνες που ορίζονται από ταινίες. Κύρια διακοσμητικά μοτίβα είναι οι κυματοειδείς γραμμές, τα σιγμοειδή κοσμήματα, σπανιότερα τα γεωμετρικά και φυτικά (Ι.95.33, Ι.95.34, Ι.13.546, Ι.13.980, Ι.13.992, Ι.14.036). 132 Στην ακάνθια παραγωγή αγγείων αυτής της κατηγορίας εντάσσονται και άλλα σχήματα, όπως αμφορείς (Ι.13.579), κρατήρες, λεκάνες, πυξίδες. 133

Μένδη

Η θέση της αρχαίας  Μένδης εντοπίζεται σε παραθαλάσσιο λόφο νότια του χωριού Καλάνδρα. Σε υπερυψωμένο πλάτωμα στην κορυφή του λόφου εκτείνεται η ακρόπολη, γνωστή ως «Βίγλα», ενώ στις πλαγιές, φτάνοντας ως τη θάλασσα, αποκαλύφθηκαν τμήματα της εκτός των τειχών συνοικίας της πόλης, το «Προάστειο», με διαδοχικές φάσεις κατοίκησης από τον 9ο έως τον 4ο αι. π.Χ. Στην παραλιακή ζώνη της Μένδης, στα νοτιοανατολικά του αρχαίου οικισμού, ήρθε στο φως τμήμα του νεκροταφείου της πόλης, με ταφές που χρονολογούνται από τον 8ο έως τα τέλη 6ου-αρχές 5ου αι. π.Χ. Οι τάφοι που εντοπίστηκαν, στην πλειονότητά τους εγχυτρισμοί, ανήκαν σχεδόν κατ’αποκλειστικότητα σε βρέφη, μικρά παιδιά ή πολύ νεαρά άτομα, ενώ αργότερα το νεκροταφείο χρησιμοποιήθηκε σποραδικά και για ταφές ενηλίκων. Ένα εκτός των τειχών ιερό, αφιερωμένο στον Ποσειδώνα, αποκαλύφθηκε στο Ποσείδι, τέσσερα χλμ δυτικά της Μένδης. 134

Στην κεραμική παραγωγή της Μένδης των υστερογεωμετρικών χρόνων εντάσσονται οι γραπτοί βορειοελλαδικοί αμφορείς- τύπου ΙΙ 135 και οι πιθαμφορείς. 136 Τα αγγεία της κεραμικής αυτής ομάδας παρουσιάζουν αντιστοιχίες ως προς το υλικό και την τεχνική κατασκευής τους. Είναι κατασκευασμένα από χονδρόκοκκο πηλό με προσμείξεις και μίκα και η διακόσμησή τους αποδίδεται με μελανοκάστανο έως ερυθροκάστανο γάνωμα. Στους αμφορείς η κύρια διακοσμητική ζώνη του ώμου κοσμείται συνήθως με ομάδες ομόκεντρων κύκλων ή δικτυωτών τριγώνων, ενώ το υπόλοιπο σώμα και οι λαβές με ταινίες. Στους πιθαμφορείς, που φέρουν δυο οριζόντιες λαβές στο ύψος της κοιλιάς και δυο υποτυπώδεις ταινιωτές λαβές στον ώμο, η διακόσμηση διαρθρώνεται σε ζώνες με ομόκεντρους κύκλους, συχνά σε πυκνή διάταξη, δικτυωτά τρίγωνα, συστάδες ταινιών και γραμμών (ΜΘ 17820, ΜΠ 1063). Δείγματα αγγείων αυτής της κατηγορίας έχουν βρεθεί στο νεκροταφείο, αλλά και σε στρώματα του οικισμού, στο Προάστειο. Χρονικά τοποθετούνται στον 8ο αι. π.Χ., φτάνοντας μέχρι τα τέλη του αιώνα ή τον πρώιμο 7ο αι. π.Χ. Παρουσιάζουν αντιστοιχίες με ανάλογα πρωιμότερα πρωτογεωμετρικά αγγεία της Τορώνης, με επιρροές από τον ευβοϊκό και θεσσαλικό χώρο.

Πιθανώς στην κεραμική παραγωγή της ίδιας περιόδου μπορεί να αποδοθεί και πίθος που ανήκει στην κατηγορία της ασημίζουσας κεραμικής και προέκυψε από την ανασκαφή του νεκροταφείου. 137 Το επίχρισμα του αγγείου παρουσιάζει χρυσίζουσα απόχρωση και η διακόσμησή του αποδίδεται με το χαρακτηριστικό ιώδες γάνωμα. Ταινίες διαιρούν την επιφάνεια του αγγείου σε επιμέρους επάλληλες ζώνες που γεμίζουν με γνωστά μοτίβα της κεραμικής αυτής ομάδας: ομόκεντρους κύκλους, δικτυωτά ρομβόσχημα και ορθογώνια κοσμήματα, συστάδες γραμμών, κυματοειδείς κ.ά. (ΜΠ 4341). Ένα τουλάχιστον κέντρο παραγωγής αυτής της κεραμικής κατηγορίας τοποθετείται στην Νέα Αγχίαλο/ Σίνδο, δεν αποκλείεται ωστόσο η ύπαρξη περισσότερων. Πετρογραφικές αναλύσεις έδειξαν ότι ο πηλός του αγγείου παρουσιάζει την ίδια ορυκτολογική σύσταση με την άβαφη κεραμική από το νεκροταφείο της Μένδης και το ιερό του Ποσειδίου, καθώς και την γραπτή κεραμική της θέσης. 138

Βραχύβια τοπική παραγωγή των υστερογεωμετρικών χρόνων πιθανώς αποτελούν και εγχάρακτοι πιθαμφορείς που εντοπίστηκαν στο νεκροταφείο (ΜΘ 14512). Ως προς το σχήμα, τη διάταξη της διακόσμησης και τα μοτίβα παρουσιάζουν αντιστοιχίες με ανάλογα ευρήματα από την Εύβοια και τον Ωρωπό. Έχουν ψηλό κωνικό ή κυλινδρικό πόδι με τριγωνικά ή ορθογώνια ανοίγματα και στη διακόσμηση περιλαμβάνονται  σβάστιγκες, κλαδιά, τεθλασμένες και κυματοειδείς γραμμές  Η απουσία άλλων αγγείων ανάλογης τεχνικής από την Μένδη και η στενή σχέση με τα ευβοϊκά παραδείγματα οδήγησε στη διατύπωση της υπόθεσης ότι πιθανώς τα αγγεία αυτά κατασκευάστηκαν από κεραμείς από την Ερέτρια που εργάστηκαν στη Μένδη. 139

Η κεραμική παράδοση της πόλης συνεχίζεται και κατά τους αρχαϊκούς χρόνους. Σημαντική κατηγορία προϊόντων του τοπικού εργαστηρίου της περιόδου αυτής αποτελούν τα γραπτά αγγεία που εντάσσονται στην κατηγορία της «χαλκιδικιώτικης» κεραμικής. 140 Πρόκειται κατά κύριο λόγο για αγγεία σχετικά μεγάλου μεγέθους, κυρίως πιθαμφορείς, αλλά και πίθους, υδρίες, σιπύες, σταμνοειδή, κρατηρόσχημα. Είναι κατασκευασμένα από σχετικά καθαρό πηλό με λίγες προσμείξεις και σημαντική παρουσία μίκας. Σε κάποιες περιπτώσεις η επιφάνεια των αγγείων φέρει υπόλευκο/ ρόδινο επίχρισμα, ενώ το χρώμα της διακόσμησης είναι καστανό/ καστανέρυθρο. Παρουσιάζουν σημαντική ποικιλία ως προς τη διακόσμηση: γραμμικά, καμπύλα και  σιγμοειδή μοτίβα, συστάδες γραμμών, πεταλόσχημα και φυτικά κοσμήματα: άνθη λωτού, ρόδακες, ημιρόδακες, ανθέμια, πτηνά και σπανιότερα ζώα (σκηνή καταδίωξης λαγού από σκύλο σε πιθαμφορέα). Σταθερή παραμένει η διαίρεση της επιφάνειας των αγγείων σε ζώνες, ο τονισμός της ζώνης των ώμων, όπου τα θέματα αναπτύσσονται συνήθως σε μετόπη ή μετόπες, η διακόσμηση του λαιμού και η κάλυψη της βάσης με γάνωμα. Συνδυάζουν στοιχεία της προγενέστερης υστερογεωμετρικής παράδοσης με επιρροές από την κεραμική παραγωγή του ευβοϊκού, του νησιωτικού και του ανατολικοϊωνικού και αιολικού χώρου (ΜΘ 12725, ΜΘ 12731, ΜΘ 16615).

Στο κεραμικό εργαστήριο της Μένδης θα μπορούσαν, κατά πάσα πιθανότητα, να αποδοθούν, κατά την Μοσχονησιώτη, και ορισμένα «χαλκιδικιώτικα» αγγεία που προέκυψαν από τις έρευνες στα νεκροταφεία του Πολυχρόνου στις θέσεις «Νύμφη» και «Παναγούδα». 141 Πρόκειται για πιθαμφορείς και ένα μεγάλο πιθοειδές-λεβητόσχημο αγγείο που χρησιμοποιήθηκαν ως ταφικά και με βάση τα τυπολογικά χαρακτηριστικά τους και την ποιότητα του πηλού και του επιχρίσματός τους  παρουσιάζουν αντιστοιχίες με την γραπτή παραγωγή της Μένδης (ΜΠ 966, ΜΠ 968).

Πιθανώς, στην εγχώρια παραγωγή εντάσσονται, σύμφωνα με την Μοσχονησιώτη, και μικρότερου μεγέθους αγγεία, κύπελλα (ΜΘ 16993) μελαμβαφή ή με γραμμική διακόσμηση, θήλαστρα, αμφορίσκοι, που παρουσιάζουν ομοιογένεια ως προς την ποιότητα του πηλού και του επιχρίσματος και δεν στάθηκε δυνατό να εντοπιστούν ακριβή παράλληλα. 142

Τορώνη

Μια εικόνα της τοπικής παραγωγής των υστερογεωμετρικών χρόνων δίνουν τα ευρήματα που εντοπίστηκαν εντός κεραμικού κλιβάνου, που αποκαλύφθηκε στην Τορώνη, σε μικρή απόσταση από το νεκροταφείο της Πρώιμης Εποχής Σιδήρου. Ο κλίβανος τοποθετείται χρονικά στα μέσα ή στο β μισό του 8ου αι. π.Χ. και φαίνεται πως κατέρρευσε κατά τα τελευταία στάδια ή με την ολοκλήρωση του ψησίματος, γεμάτος με το τελευταίο φορτίο του. Τα αγγεία από το εσωτερικό του αποτελούν βεβαιωμένα δείγματα της εγχώριας παραγωγής. Βρέθηκαν αγγεία χειροποίητητα αλλα και τροχήλατα, ανοιχτά και κλειστά- θραύσματα πίθων, λεκανίδας, κρατήρα, χύτρας, καθώς και τμήματα αμφορέων και βορειοελλαδικού πιθαμφορέα με τέσσερις λαβές. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι παρουσιάζουν αρκετά μεγάλη ποικιλία ως προς τον πηλό, κυρίως όσον αφορά στις προσμείξεις και τα εγκλείσματα. 143

Στην τοπική παραγωγή του τέλους του 8ου ή των αρχών του 7ου αι. π..Χ μπορεί να ενταχθεί και ένα μικρό και αρκετά αποσπασματικό σύνολο γραπτών οστράκων που ανήκουν κυρίως σε σκύφους-κρατήρες με ψηλό χείλος. Κοσμούνται με δικτυωτά μοτίβα, οριζόντιες σειρές τεθλασμένων γραμμών, ενάλληλες γωνίες, σειρά σχηματοποιημένων υδρόβιων πτηνών. Τα αγγεία, τόσο ως προς το σχήμα, όσο και ως προς τα διακοσμητικά μοτίβα παραπέμπουν σε ευβοϊκά πρότυπα. 144 Στην τοπική παραγωγή της περιόδου εντάσσονται και όστρακα κυρίως μεγάλων κλειστών αγγείων, που φέρουν διακόσμηση με γεωμετρικά στοιχεία σε οριζόντιες ζώνες: τρίγωνα, δικτυωτούς ρόμβους, ομόκεντρους κύκλους. 145

Στην εγχώρια παραγωγή των αρχαϊκών χρόνων ξεχωρίζει μια κατηγορία γραπτής κεραμικής, που εντάσσεται στην «χαλκιδικώτικη» κεραμική. Τα αγγεία της Τορώνης είναι αρκετά χονδροειδή και φέρουν ταινωτή- κυματοειδή διακόσμηση (“waveline ware”), που συνδυάζεται συνήθως με σιγμοειδή μοτίβα, έλικες ή σταγονόσχημα- πεταλόσχημα κοσμήματα. Στα αγγεία της κατηγορίας αυτής εντάσσονται επιτραπέζιοι αμφορείς, υδρίες, κρατήρες, οινοχόες, λεκανίδες. 146 Τα πλούσια διακοσμημένα δείγματα χαλκιδικώτικης κεραμικής από την Τορώνη είναι λίγα και περιλαμβάνουν τρεις σταμνοειδείς κρατήρες του 5ου αι. π.Χ. με φυτική και εικονιστική διακόσμηση. 147 Εκτός από τα ανθέμια, τις αλυσίδες ανθέων λωττού  και τα υδρόβια πτηνά, που κοσμούν κάποιες από τις ζώνες τους και αποτελούν συχνά διακοσμητικά θέματα στα «χαλκιδικιώτικα» αγγεία, ένας από τους κρατήρες της Τορώνης φέρει στη ζώνη του ώμου μορφές σφιγγών και σειρήνων, που αποδίδονται με σκιαγραφία και χρήση χάραξης και αποτελούν ως τώρα την μοναδική απόδοση μειξογενών μυθολογικών όντων στην «χαλκιδικιώτικη» κεραμική.

Πιθανώς σε τοπικό κεραμικό εργαστήριο θα μπορούσαν να αποδοθούν κατά τον Πασπαλά και κάποια δείγματα μελανόμορφης κεραμικής. Πρόκειται για λίγα όστρακα και τμήμα μιας καλύτερα διατηρημένης λεκανίδας που φέρουν μορφές αποδοσμένες με την μελανόμορφη τεχνική ή σε καποιες περιπτώσεις με σκιαγραφία και δεν στάθηκε δυνατό να αποδοθούν σε κάποιο άλλο γνωστό κεραμικό κέντρο. 148

Με το χαλκιδικιώτικο εργαστήριο συνδέεται και ένα σύνολο ερυθρόμορφων οστράκων που βρέθηκαν στην Τορώνη. 149 Μολονότι δεν είναι βέβαιη η απόδοσή τους στον κεραμικό της πόλης, το σύνολο εντάσσεται στην ευρύτερη χαλκιδικιώτικη ερυθρόμορφη παραγωγή, που κατά τα τέλη του 5ου και κυρίως κατά το πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. συνυπάρχει με ερυθρόμορφα αττικά αγγεία. Στην Τορώνη αναφέρονται θραύσματα κρατήρων, ασκών, πελίκης, σκύφων, λεκανίδων και κάποιων κλειστών αγγείων. Διακρίνονται τρεις κεραμικές ύλες που πιθανώς αντιστοιχούν σε τρία διαφορετικά κέντρα παραγωγής. Η μια από αυτές ταιριάζει με τον πηλό των ερυθρόμορφων της Ολύνθου.

Σε χαλκιδικιώτικο εργαστήριο απέδωσαν οι ανασκαφείς της Τορώνης και ένα σημαντικό μέρος της μελαμβαφούς κεραμικής που αποκαλύφθηκε στη θέση, βασιζόμενοι σε μακροσκοπικές παρατηρήσεις σε σχέση με τον πηλό και την ποιότητα του γανώματος. Λιγότερα είναι τα παραδείγματα του 5ου αι. π.Χ., ενώ κατά τον 4ο αι. π.Χ. τα τοπικά μελαμβαφή κυριαρχούν έναντι των αντίστοιχων αττικών. Στα σχήματα που εντοπίζονται στην Τορώνη συγκαταλέγονται σκύφοι, κάναστρα, ιχθυοπινάκια, λεκανίδες, λεκάνες, ασκοί, όλπες, αρύταινα και θυμιατήρι. 150

Στην εγχώρια παραγωγή εντάσσεται και η οικιακή χρηστική κεραμική που περιλαμβάνει μαγειρικά, αποθηκευτικά και επιτραπέζια σκεύη, άβαφα ή με απλή γραπτή διακόσμηση. Στα σχήματα συγκαταλέγονται χύτρες, λοπάδες, πίθοι, αμφορείς, υδρίες, πρόχοι, λεκάνες, λεκανίδες, ιγδία. 151

Όλυνθος

Παρότι οι ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν στην Όλυνθο δεν έχουν φέρει στο φως κατάλοιπα των εργαστηριακών της εγκαταστάσεων, η πόλη θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα κέντρα κεραμικής παραγωγής στην Χαλκιδική.

Στην εγχώρια αρχαϊκή παραγωγή της Ολύνθου, που σχετίζεται με την πόλη των προπερσικών χρόνων, συγκαταλέγεται ένα σημαντικό σύνολο γραπτών αγγείων που εντάσσονται στη λεγόμενη «χαλκιδικιώτικη» κεραμική. 152 Τα περισσότερα βρέθηκαν στον νότιο λόφο της πόλης, εντός λάκκων, καθώς και κάτω από στρώμα καύσης που οι ανασκαφείς συσχέτισαν με την καταστροφή της πόλης από τον Αρτάβαζο το 479 π.Χ. (προπερσική κεραμική- Ομάδα ΙΙΙ). Ένας μικρός αριθμός προέκυψε από το Παραποτάμιο νεκροταφείο. Από τα ολυνθιακά αγγεία της κατηγορίας αυτής λίγα είναι μεγάλου μεγέθους, όπως πιθαμφορείς και σταμνοειδείς κρατήρες. Συνηθέστερα είναι τα μικρότερου μεγέθους σχήματα, όπως σταμνοειδείς πυξίδες (V.36.P64), οινοχόες (V.29.P45, V.35.P60,V.35.P61, υδρίες (V.35.P57), λεκάνες (V.26.P32), λεκανίδες (V.25.P28), κύπελλα, κοτύλες-σκύφοι. Ως προς τη διακόσμηση, στην πλειονότητά του φέρουν οριζόντιες ευθύγραμμες ταινίες, που χωρίζουν την επιφάνεια των αγγείων σε ζώνες. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι ταινίες συνδυάζονται με κυματοειδείς γραμμές ή με άλλα, κατά κανόνα απλά μοτίβα, όπως σιγμοειδή, σταγονόσχημα/ πεταλόσχημα κοσμήματα ή «μύστακες» με ανθέμιο. Σπανιότερα είναι τα πιο σύνθετα φυτικά κοσμήματα, που περιορίζονται κυρίως σε άνθη λωττού, φυλλοφόρα κλαδιά ή φύλλα κισσού. Σε λίγες περιπτώσεις στη διακόσμηση χρησιμοποιήθηκε ασβεστώδες λευκό χρώμα που κάποιες φορές με δυσκολία διακρίνεται.

Στην τοπική παραγωγή της ίδιας περιόδου εντάσσονται και άβαφα αγγεία από πηλό με άφθονη μίκα. Στα σχήματα συγκαταλέγονται λεκάνες, λεκανίδες, πρόχοι, άωτα και μόνωτα κύπελλα, κάναστρα, σκύφοι. 153

Κατά τους κλασικούς χρόνους, κάτω από την επίδραση της αττικής ερυθρόμορφης κεραμικής, κατασκευάζονται ερυθρόμορφα αγγεία σε τοπικά εργαστήρια της Χαλκιδικής. 154 Βασικό κέντρο παραγωγής θεωρείται η Όλυνθος. Σημαντικός αριθμός τοπικών ερυθρόμορφων αγγείων προέκυψαν από τις ανασκαφικές έρευνες, ενώ αρκετά είναι και τα αγγεία που αποδίδονται στο χαλκιδικιώτικο εργαστήριο και αποτελούν μέρος ιδιωτικών συλλογών. Τα αγγεία είναι κυρίως μικρού μεγέθους. Κυριαρχούν οι σκύφοι, χωρίς να λείπουν και άλλα σχήματα, όπως υδρίες (V.84.140), οινοχόες (V.95.148), πελίκες, μικροί κωδωνόσχημοι κρατήρες, λεκανίδες (V.114.235), γαμικοί λέβητες, ασκός και επίχυση (V.122.270). Το εργαστήριο λειτουργεί ενδεχομένως από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ., κυρίως όμως κατά το πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ. Ο Τιβέριος συσχέτισε την έναρξη της λειτουργίας του με τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν στην Αθήνα κατά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, που πιθανώς ώθησαν κάποιους αγγειογράφους να αναζητήσουν εργασία σε άλλα μέρη. 155 Κατά τον McPhee η έναρξη της τοπικής ερυθρόμορφης παραγωγής πιθανώς σχετίζεται με μια προσπάθεια υποκατάστασης των εισαγωγών κεραμικής από την Αττική μετά την αποστασία πόλεων της Χαλκιδικής από την Αθηναϊκή Συμμαχία το 432 π.Χ. 156 Σε κάθε περίπτωση πάντως το τέλος της εγχώριας παραγωγής φαίνεται να συμπίπτει με την καταστροφή της Ολύνθου το 348 π.Χ. από τον Φίλιππο Β΄. Η μέχρι τώρα έρευνα έχει αποδώσει στο χαλκιδικιώτικο εργαστήριο οκτώ αγγειογράφους. 157

Στην εγχώρια παραγωγή της ίδιας περιόδου εντάσσονται και μελαμβαφή αγγεία, που συνυπάρχουν με τα πολυάριθμα αττικά παραδείγματα. Τα τοπικά αγγεία ακολουθούν τα αττικά πρότυπα, διαφοροποιούνται όμως από εκείνα κυρίως ως προς τον πηλό και την ποιότητα του γανώματος, μολονότι σε αρκετές περιπτώσεις η διάκριση δεν είναι εύκολη. Ο πηλός των εγχώριων αγγείων χαρακτηρίζεται από έντονη παρουσία μίκας, ενώ το γάνωμα είναι συνήθως θαμπό. Στα σχήματα συγκαταλέγονται φιάλες, φιαλίδια, σκύφοι, σκύφοι τύπου Bolsal, κάναστρα, λεκανίδες, ασκοί, αρυβαλλοειδείς λήκυθοι, αμφορείς, υδρίες, ενώ πολύ αγαπητό σχήμα του ολυνθιακού εργαστηρίου αποτελούν  οι οινοχόες και οι όλπες. 158

Στα προϊόντα του τοπικού κεραμικού εντάσσονται και πολυάριθμα άβαφα αγγεία  καθημερινής χρήσης που προορίζονταν για προετοιμασία φαγητού, σερβίρισμα, αποθήκευση, καθώς και χονδροειδή χρηστικά. Κάποια από τα αγγεία διατηρούν ίχνη καύσης, μαρτυρώντας τη χρήση τους. Στα σχήματα περιλαμβάνονται αρυτήρες, δίωτα χυτροειδή, αμφορείς, οινοχόες, λεκάνες- ορισμένες και με προχοή, ηθμοί, αρύταινες, επίπεδοι δίσκοι. 159

«Χαλκιδικιώτικη» κεραμική 160

Η «Χαλκιδικιώτικη» κεραμική αποτελεί μια κατηγορία γραπτής τροχήλατης κεραμικής που επιχωριάζει στην περιοχή της Χαλκιδικής και του ευρύτερου βορειοελλαδικού χώρου από τον 7ο έως τον 4ο αι. π.Χ. Συνδυάζει στοιχεία της προγενέστερης υστερογεωμετρικής παράδοσης με επιρροές από κεραμικά εργαστήρια του ευβοϊκού, του νησιωτικού και του ανατολικοϊωνικού και αιολικού χώρου. Περιλαμβάνει αγγεία διαφόρων σχημάτων και μεγεθών. Κυριαρχούν τα μεγαλύτερα αγγεία, όπως πιθαμφορείς και σταμνοειδείς κρατήρες, ωστόσο δε λείπουν και σχήματα μικρότερου μεγέθους, όπως σιπύες, υδρίες, οινοχόες, λεκανίδες. Η επιφάνεια των αγγείων, που συχνά φέρει αραιό επίχρισμα, διαιρείται με γραμμές και ταινίες σε επιμέρους ζώνες. Σε καποιες περιπτώσεις οι ζώνες μπορεί να παραμένουν ακόσμητες, άλλες γεμίζουν με ποικιλία διακοσμητικών στοιχείων: ομόκεντροι κύκλοι και ημικύκλια, γραμμικά, καμπύλα και  σιγμοειδή μοτίβα, πεταλόσχημα κοσμήματα, έλικες που θυμίζουν μουστάκια, αλλά σταδιακά και  φυτικά κοσμήματα που συνδυάζονται με κάποια από τα παραπάνω: άνθη λωτού, ρόδακες, ανθέμια, φυλλοφόρα κλαδιά. Σπανιότερες είναι οι εικονιστικές παραστάσεις με έμβιες μορφές, που αποδίδονται με περίγραμμα ή σκιαγραφία. Συχνότερα απαντούν πτηνά, συνήθως υδρόβια, ενώ σπάνιες είναι οι μορφές ζώων (μεμονωμένη περίπτωση απόδοσης λαγού και σκύλου σε σκηνή καταδίωξης σε αγγείο της Μένδης). Μυθολογικά όντα- σφίγγες και σειρήνες- αποδίδονται σε ένα αγγείο από την Τορώνη, ενώ οι ανθρώπινες μορφές περιορίζονται στην απόδοση γυναικείων προτομών σε αγγεία από τα Πυργαδίκια.

Σημαντική ποσότητα κεραμικής της κατηγορίας αυτής αποκαλύφθηκε στο νότιο λόφο της Ολύνθου, μέσα σε λάκκους ("granaries"), καθώς και κάτω από στρώμα καύσης, που οι ανασκαφείς συσχέτισαν με την καταστροφή της πόλης από τον Αρτάβαζο το 479 π.Χ. Λίγα ευρήματα προέκυψαν και από το Παραποτάμιο νεκροταφείο της πόλης. Η κεραμική χαρακτηρίστηκε από τους ανασκαφείς ως «προπερσική» (Ομάδα ΙΙΙ) και τοποθετήθηκε χρονικά στο διάστημα από το β μισό του 6ου αι. π.Χ. ως το 479 π.Χ. Χαρακτηριστικά δείγματα χαλκιδικιώτικης κεραμικής έχουν προκύψει ακόμα από τις ανασκαφικές έρευνες στη Μένδη και το Πολύχρονο, κυρίως από τα νεκροταφεία των θέσεων αυτών, ενώ αρκετά αγγεία της κατηγορίας αυτής, κυρίως υδρίες με ταινιωτή διακόσμηση, βρέθηκαν στην Άκανθο, αποτελώντας τμήμα της εγχώριας κεραμικής παραγωγής. Στην Τορώνη ήρθαν στο φως κάποια ενδιαφέροντα δείγματα γραπτής κεραμικής από την οποία ξεχωρίζουν τμήματα τριών σταμνοειδών κρατήρων του 5ου αι. π.Χ. με γραπτή φυτική και εικονιστική διακόσμηση. Σε έναν από αυτούς αποδίδεται ζεύγος αντωπών σφιγγών και σειρήνων με σκιαγραφία και χρήση χάραξης. Στα υστερότερα δείγματα της χαλκιδικιώτικης κεραμικής εντάσσονται αγγεία της λεγόμενης «Ομάδας Πυργαδικίων». Η ομάδα περιλαμβάνει αγγεία μεγάλου μεγέθους, όπως πιθαμφορείς (ΜΘ 10156), σταμνοειδείς κρατήρες (ΜΘ 10604), αλλά και μικρότερα. Η επιφάνειά τους καλύπτεται συχνά από κιτρινωπό επίχρισμα και φέρει πολύ πλούσια γραπτή διακόσμηση: γραμμικά μοτίβα, φυτικά κοσμήματα, φυλλοφόρα κλαδιά, πτηνά, γυναικείες προτομές. Οι κεφαλές των γυναικών αποδίδονται με περίγραμμα, φορούν διακοσμημένους σάκκους στα μαλλιά, ενώ πολύ ξεχωριστή είναι η απόδοση βλεφαρίδων στα μάτια τους. Τα αγγεία της Ομάδας «Πυργαδίκια» τοποθετήθηκαν χρονικά αρχικά στον 4ο αι. π.Χ., 161 ωστόσο έχει προταθεί και πρωιμότερη χρονολόγησή τους, στον 5ο αι. π.Χ. 162 ή τέλη 5ου-αρχές 4ου αι. π.Χ. 163

the service
  • ελ